χαλκόω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[χαλκός]]), [[κατασκευάζω]] με χαλκό, σε Ανθ. — Παθ., <i>χαλκωθείς</i>, αυτός που είναι ντυμένος με χαλκό, σε Πίνδ.
|lsmtext='''χαλκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[χαλκός]]), [[κατασκευάζω]] με χαλκό, σε Ανθ. — Παθ., <i>χαλκωθείς</i>, αυτός που είναι ντυμένος με χαλκό, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκόω:''' <b class="num">1)</b> покрывать медной броней: χαλκοθείς Pind. одетый в медную броню;<br /><b class="num">2)</b> делать из меди ([[βοΐδιον]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 05:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόω Medium diacritics: χαλκόω Low diacritics: χαλκόω Capitals: ΧΑΛΚΟΩ
Transliteration A: chalkóō Transliteration B: chalkoō Transliteration C: chalkoo Beta Code: xalko/w

English (LSJ)

   A turn to bronze, πόρτιν AP9.795 (Jul.):—Pass., ib.716 (Anacr.).    II χαλκωθείς clad in bronze, Pi.O.13.86.

German (Pape)

[Seite 1332] vererzen, mit Erz od. Kupfer bedecken, aus Erz arbeiten, πόρτιν Iul. Aeg. 17 (IX, 795). – Pass. χαλκωθείς, mit Erz bedeckt, gepanzert, Pind. Ol. 13, 83.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόω: μέλλ. -ώσω, κατασκευάζω ἐκ χαλκοῦ, πόρτιν Ἀνθ. Π. 9. 795, πρβλ. 716. - Παθ., χαλκωθείς, ἐνδυθεὶς μὲ χαλκόν, Πινδ. Ο. 13. 123.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 forger en airain;
2 couvrir ou cuirasser d’airain.
Étymologie: χαλκός.

English (Slater)

χαλκόω
   1 arm in bronze ἀναβαὶς δ' εὐθὺς ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν (O. 13.86)

Greek Monotonic

χαλκόω: μέλ. -ώσω (χαλκός), κατασκευάζω με χαλκό, σε Ανθ. — Παθ., χαλκωθείς, αυτός που είναι ντυμένος με χαλκό, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκόω: 1) покрывать медной броней: χαλκοθείς Pind. одетый в медную броню;
2) делать из меди (βοΐδιον Anth.).