φωνάεις: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φωνάεις:''' Δωρ. αντί [[φωνήεις]].
|lsmtext='''φωνάεις:''' Δωρ. αντί [[φωνήεις]].
}}
{{elru
|elrutext='''φωνάεις:''' άεσσα, ᾶεν дор. = [[φωνήεις]].
}}
}}

Revision as of 05:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνάεις Medium diacritics: φωνάεις Low diacritics: φωνάεις Capitals: ΦΩΝΑΕΙΣ
Transliteration A: phōnáeis Transliteration B: phōnaeis Transliteration C: fonaeis Beta Code: fwna/eis

English (LSJ)

   A v. φωνήεις.

German (Pape)

[Seite 1321] dor. = φωνήεις, aber auch in sp. Prosa, wie bei Plut. u. Ath. vorkommend, s. Lob. Phryn. 639.

Greek (Liddell-Scott)

φωνάεις: ἴδε ἐν λ. φωνήεις.

English (Slater)

φωνᾱεις
   1 having a voice, that speaks πολλά μοι βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν (O. 2.85) τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ (O. 9.2) τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι speaking with immortal voice (I. 4.40)

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. φωνήεις.

Greek Monotonic

φωνάεις: Δωρ. αντί φωνήεις.

Russian (Dvoretsky)

φωνάεις: άεσσα, ᾶεν дор. = φωνήεις.