χολοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(46)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[χολή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χολοποιόν</i><br />το κοινώς γνωστό [[σήμερα]] [[φυτό]] αβρότονο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόλος]]/[[χολή]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[χολή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χολοποιόν</i><br />το κοινώς γνωστό [[σήμερα]] [[φυτό]] αβρότονο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόλος]]/[[χολή]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{elru
|elrutext='''χολοποιός:''' производящий желчь Sext.
}}
}}

Revision as of 06:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χολοποιός Medium diacritics: χολοποιός Low diacritics: χολοποιός Capitals: ΧΟΛΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: cholopoiós Transliteration B: cholopoios Transliteration C: cholopoios Beta Code: xolopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A producing bile, θέρος Hp.Hum.14, cf. S.E.M.9.96, etc.    II χ., τό, = ἀβρότονον, Ps.-Dsc.3.24.

German (Pape)

[Seite 1363] Galle machend, erzeugend, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

χολοποιός: -όν, ὁ παράγων χολήν, ὁ ποιῶν, γεννῶν χολήν, θέρος Ἱππ. 50. πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 96, κλπ. ΙΙ. τὸ χολοποιόν, ἕτερον ὄνομα τοῦ ἀβροτόνου, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 3. 29.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που παράγει χολή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χολοποιόν
το κοινώς γνωστό σήμερα φυτό αβρότονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος/χολή + -ποιός].

Russian (Dvoretsky)

χολοποιός: производящий желчь Sext.