γυιοπαγής: Difference between revisions
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
(1b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γυιοπᾰγής:''' сковывающий члены ([[νιφάς]] Anth.). | |elrutext='''γυιοπᾰγής:''' сковывающий члены ([[νιφάς]] Anth.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=γυιοπαγής -ές [γυῖον, πήγνυμι] die ledematen doet verstijven. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A stiffening the limbs, νιφάς AP6.219 (Antip.); κάματοι IG3.779.6.
German (Pape)
[Seite 508] νιφάς, die Glieder erstarren machend. Antip. Sid. 27 (VI, 219).
Greek (Liddell-Scott)
γυιοπᾰγής: -ές, ὁ σκληρύνων, ἀποναρκῶν τὰ μέλη, νιφὰς Ἀνθ. ΙΙ. 6. 219· κάματοι Ἐπιγρ. Ἑλλ. 853. 6.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui engourdit les membres.
Étymologie: γυῖον, πήγνυμι.
Spanish (DGE)
(γυιοπᾰγής) -ές
que pone rígidos los miembros, que los paraliza νιφάς AP 6.219.6 (Antip.Sid.), κάματοι IG 22.3783.6 (II a.C.).
Greek Monolingual
γυιοπαγής, -ές (Α)
αυτός που παγώνει ή ναρκώνει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. αρτιπαγής, συμπαγής)].
Greek Monotonic
γυιοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που συσφίγγει, σκληραίνει, αποναρκώνει τα μέλη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γυιοπᾰγής: сковывающий члены (νιφάς Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυιοπαγής -ές [γυῖον, πήγνυμι] die ledematen doet verstijven.