δαϊκτήρ: Difference between revisions
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(1b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δαϊκτήρ:''' ῆρος adj. (душе)раздирающий ([[γόος]] Aesch.). | |elrutext='''δαϊκτήρ:''' ῆρος adj. (душе)раздирающий ([[γόος]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δαϊκτήρ -ῆρος, ὁ [δαΐζω] iemand die doorklieft, verscheurt; als adj., overdr. (hart)verscheurend. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A slayer, murderer, of Ares, Alc.28. 2 as Adj., heart-rending, γόος A.Th.916 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 514] ῆρος, ὁ, γόος, herzzerreißende Trauer, Aesch. Spt. 899.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰϊκτήρ: ῆρος, ὁ, φονεύς, ὁ φονεύων ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἀλκαῖ. 20 Ahr. 2) ὡς ἐπίθ., σπαράσσων, φθείρων, γόος Αἰσχύλ. Θήβ. 916· πρβλ. δαϊκτής, δαΐκτωρ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
déchirant (gémissement).
Étymologie: δαΐζω.
Spanish (DGE)
-ῆρος
desgarrador, γόος A.Th.916
•c. gen. τῆς καρδίας μου Sch.A.Supp.798.
Greek Monolingual
δαϊκτήρ (-ῆρος), ο (Α) δαΐζω (Ι)]
1. αυτός που σκοτώνει (για τον Άρη)
2. ως επίθ. ο σπαραχτικός («δαϊκτὴρ γόος», Αιοχ).
Greek Monotonic
δᾰϊκτήρ: -ῆρος, ὁ, φονιάς· ως επίθ., αυτός που σπαράζει την καρδιά, που ξεσχίζει την καρδιά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δαϊκτήρ: ῆρος adj. (душе)раздирающий (γόος Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαϊκτήρ -ῆρος, ὁ [δαΐζω] iemand die doorklieft, verscheurt; als adj., overdr. (hart)verscheurend.