δημοκηδής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(1b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δημοκηδής:''' οῦ ὁ народный печальник, друг народа (σημαίνει [[τοὔνομα]] - sc. [[Poplicola]] - δημοκηδῆ Plut.).
|elrutext='''δημοκηδής:''' οῦ ὁ народный печальник, друг народа (σημαίνει [[τοὔνομα]] - sc. [[Poplicola]] - δημοκηδῆ Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=δημοκηδής -ές [δῆμος, κήδομαι] die zorgt voor het volk.
}}
}}

Revision as of 06:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοκηδής Medium diacritics: δημοκηδής Low diacritics: δημοκηδής Capitals: ΔΗΜΟΚΗΔΗΣ
Transliteration A: dēmokēdḗs Transliteration B: dēmokēdēs Transliteration C: dimokidis Beta Code: dhmokhdh/s

English (LSJ)

ὁ,

   A caring for, friendly to the people or to democracy, Str.14.2.5; = Lat. Publicola, D.H.5.19, Plu.Publ.10.

German (Pape)

[Seite 563] ές, fürs Volk sorgend, publicola, Plut. Publ. 10; Dion. Hal. 5, 19; Strab. XIV, 652.

Greek (Liddell-Scott)

δημοκηδής: ὁ, φίλος τοῦ λαοῦ, περὶ αὐτοῦ κηδόμενος,Λατ. poplicola, Στράβων 652, Διον. Ἁλ. 5. 19, Πλούτ. Ποπλικ. 10·-οὐσιαστ. δημοκηδία, ἡ, Ἰω. Γενεσ. σ. 76. 2 (ἐκδ. Βόνν.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui soigne les intérêts du peuple.
Étymologie: δῆμος, κήδομαι.

Spanish (DGE)

-ές
protector del pueblo δημοκηδεῖς δ' εἰσὶν οἱ Ῥόδιοι, καίπερ οὐ δημοκρατούμενοι, συνέχειν δ' ὅμως βουλόμενοι τὸ τῶν πενήτων πλῆθος Str.14.2.5
como equiv. del lat. Publicola D.H.5.19, Plu.Publ.10.

Greek Monolingual

δημοκηδής, -ές (Α)
αυτός που φροντίζει για τον λαό («δημοκηδεῑς δ' εἰσὶν οἱ Ῥόδιοι, καίπερ οὐ δημοκρατούμενοι» — οι Ρόδιοι φροντίζουν για τον λαό, μολονότι δεν έχουν δημοκρατικό πολίτευμα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -κηδής < κήδος «φροντίδα»].

Russian (Dvoretsky)

δημοκηδής: οῦ ὁ народный печальник, друг народа (σημαίνει τοὔνομα - sc. Poplicola - δημοκηδῆ Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοκηδής -ές [δῆμος, κήδομαι] die zorgt voor het volk.