κακιστέον: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(5)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκιστέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να προσάψει όνειδος, [[ντροπή]], [[μομφή]] [[έναντι]] κάποιου, <i>τινά</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''κᾰκιστέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να προσάψει όνειδος, [[ντροπή]], [[μομφή]] [[έναντι]] κάποιου, <i>τινά</i>, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κακιστέον adj. verb. van κακίζω men moet een slechte naam geven.
}}
}}

Revision as of 06:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακιστέον Medium diacritics: κακιστέον Low diacritics: κακιστέον Capitals: ΚΑΚΙΣΤΕΟΝ
Transliteration A: kakistéon Transliteration B: kakisteon Transliteration C: kakisteon Beta Code: kakiste/on

English (LSJ)

   A one must bring reproach on, c. acc., E.IT105.

Greek Monotonic

κᾰκιστέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να προσάψει όνειδος, ντροπή, μομφή έναντι κάποιου, τινά, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακιστέον adj. verb. van κακίζω men moet een slechte naam geven.