κάλλιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(2b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κάλλιστος:''' superl. к [[καλός]].
|elrutext='''κάλλιστος:''' superl. к [[καλός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κάλλιστος -η -ον superl. van καλός.
}}
}}

Revision as of 06:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλιστος Medium diacritics: κάλλιστος Low diacritics: κάλλιστος Capitals: ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kállistos Transliteration B: kallistos Transliteration C: kallistos Beta Code: ka/llistos

English (LSJ)

η, ον, Sup. of καλός;

   A v. καλός B.

German (Pape)

[Seite 1311] superl. zu καλός, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλιστος: -η, -ον, Ὑπερθ. τοῦ καλός· ἴδε καλός Β.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp. de καλός.

English (Autenrieth)

see κᾶλός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κάλλιστος, -η, -ον)
(υπερθ. του καλός) ο άριστος, ο πάρα πολύ καλός.
επίρρ...
κάλλιστα (AM κάλλιστα και καλλίστως)
πολύ καλά, άριστα
αρχ.
φρ. «κάλλιστ' ἀκούω» — έχω πολύ καλή φήμη (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων.

Greek Monotonic

κάλλιστος: -η, -ον,
1. υπερθ. του καλός.
2. βλ. καλός Β.

Russian (Dvoretsky)

κάλλιστος: superl. к καλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάλλιστος -η -ον superl. van καλός.