κίω: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(3) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κίω:''' (ῐ) (только praes., impf. [[ἔκιον]] - эп. [[κίον]], imper. κίε, эп. 1 л. pl. conjct. κίομεν = κίωμεν, part. [[κιών]], opt. κίοιμι) идти: ἄψορροι κίομεν Hom. мы ушли обратно; αἰακτὸς ἐς δόμους κίε Aesch. вернись, бедный, домой. | |elrutext='''κίω:''' (ῐ) (только praes., impf. [[ἔκιον]] - эп. [[κίον]], imper. κίε, эп. 1 л. pl. conjct. κίομεν = κίωμεν, part. [[κιών]], opt. κίοιμι) идти: ἄψορροι κίομεν Hom. мы ушли обратно; αἰακτὸς ἐς δόμους κίε Aesch. вернись, бедный, домой. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κίω [κινέω] poët., aor. ἔκιον, ep. κίον, conj. 2 sing. κίῃς, opt. 3 sing. κίοι, 2 plur. κίοιτε, dual. κιοίτην, ptc. κιών gaan ( m. n. van pers). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A κίεις A.Ch.680; imper. κίε Od.7.50, A.Pers.1068, Supp.852 (both lyr.); subj. κίῃς Od.1.311; opt.κίοι 9.42, A.Supp.504, κιοίτην, κίοιτε, Od.15.149, 3.347; part. κιών, κιοῦσα (for the accent cf. ἰών), 4.427, al.: impf. ἔκιον, Ep.1pl. κίομεν Il.21.456:—go, in Hom.almost always of persons, 2.565, 24.471, Od.4.427, etc.; of ships, Il.2.509:— Ep. Verb, Trag. only A.; as etym. of κίνησις, Pl.Cra.426c: in Hom. perh. always aor., unless impf. in Il.23.257. (Cf. κινέω, κίνυμαι, Lat. ξιο.)
German (Pape)
[Seite 1444] poet. = ἴω, εἶμι, ge hen; bei Hom. nur im conj. κίω, optat. κίοιμι, imperat. κίε, partic. κιών und impf. ἔκιον vorkommend; ἄψοῤῥοι κίομεν Il. 21, 456, gew. von Menschen u. lebenden Wesen übh., aber auch τῶν μὲν πεντήκοντα νέες κίον, 2, 509, u. so sp. D.; Aesch. hat auch den indicat. praes., εἰς Ἄργος κίεις Ch. 664; imper. αἰακτὸς ἐς δόμους κίε Pers. 1025; κίοι Suppl. 504 (vgl. noch κιάθω). In Prosa nur bei Plat. Crat. 426 c zur Ableitung von κινέω erwähnt.
Greek (Liddell-Scott)
κίω: κίεις Αἰσχύλ. Χο. 680· προστ. κίε Ὀδ. Η. 50, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1068, Ἱκέτ. 852· ὑποτ. κίῃς Ὀδ. Α. 311, Ἐπικ. αϳ πληθ. κίομεν (ἀντὶ κίωμεν) Ἰλ. Φ. 456· εὐκτ. κίοι Ὀδ. Ι. 42., Ι. 549, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 504, κιοίτην, κίοιτε Ὅμ.· μετοχ. κιών, κιοῦσα (ἥτις καὶ περ οὕτω τονιζομένη εἶναι χρόνου ἐνεστῶτος, ὡς τὸ ἰών, ἐκ τοῦ εἶμι ibo) Ὅμ.· παρατ. ἔκιον, κίον Ὅμηρ. (Ἐντεῦθεν μετακιάθω· περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε ἐν λ. κινέω). Πορεύομαι, ὑπάγω, παρ’ Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. Β. 565., Ω. 471, Ὀδ. Δ. 427, κτλ.· ἀλλ’ ἐπὶ πλοίων, Ἰλ. Β. 509. ― Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. μόνῳ ἐκ τῶν τραγ.· ὁ Πλάτ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μόνον χάριν ἐτυμολογίας, Κρατύλ. 426.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao.2 ἔκιον > part. κιών;
aller.
Étymologie: R. κι, mettre en mouvement ; cf. κινέω.
English (Autenrieth)
opt. κίοι, κιοίτην, κ<<><>>τε, part. κιών, -οῦσα, ipf. ἔκιον, κίον: go, go away, usually of persons, rarely of things, Il. 6.422, Od. 15.149, Od. 16.177; the part. κιών is often employed for amplification, Od. 10.156, Od. 24.491.
Greek Monolingual
κίω (Α)
πορεύομαι, πηγαίνω («τῶν μὲν πεντήκοντα νέες κίον», Ομ. Ιλ.
β. «τῆς κινήσεως... ἡ... ἀρχὴ ἀπὸ τοῡ κίειν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. είναι ο θεματικός αόρ. (με σημ. παρατατικού) κί-ε, από τον οποίο προήλθαν και οι πολύ σπάνιοι ενεστωτικοί τ. Η ίδια μορφή της ρίζας εμφανίζεται στα λατ. cĭ-tus «ταχύς», cĭ-eo «κινώ». Πρόκειται για τη συνεσταλμένη βαθμίδα ki- της ΙΕ ρίζας kei- «κινώ / κινούμαι» που απαντά παρεκτεταμένη και στα κί-νδ-αξ κί-νδ-υνος, ενώ στα κῑνέω / -ῶ και κῑνυμαι το μακρό -ῑ- δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως προϊόν συνεσταλμένης βαθμίδας. Η αναγωγή τών δύο τελευταίων σε μορφή kiә2- της ΙΕ ρίζας ενισχύεται ίσως από την ύπαρξη τ. του κίω με θ. κια-, όπως η γλώσσα του Ησυχίου κίατο- ἐκινεῖτο (που όμως είναι αβέβαιη) ή ο αόρ. β' ἐ-κία-θον (όπου όμως το -α- δεν αποκλείεται να αποτελεί τερματικό στοιχείο)].
Greek Monotonic
κίω: προστ. κίε, βʹ ενικ. υποτ. κίῃς, Επικ. αʹ πληθ. κίομεν (αντί κίωμεν)· ευκτ. κίοιμι, μτχ. κιοῦσα, παρατ. ἔκιον, Επικ. κίον· πορεύομαι, πηγαίνω, σε Όμηρ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κίω: (ῐ) (только praes., impf. ἔκιον - эп. κίον, imper. κίε, эп. 1 л. pl. conjct. κίομεν = κίωμεν, part. κιών, opt. κίοιμι) идти: ἄψορροι κίομεν Hom. мы ушли обратно; αἰακτὸς ἐς δόμους κίε Aesch. вернись, бедный, домой.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίω [κινέω] poët., aor. ἔκιον, ep. κίον, conj. 2 sing. κίῃς, opt. 3 sing. κίοι, 2 plur. κίοιτε, dual. κιοίτην, ptc. κιών gaan ( m. n. van pers).