πεισίμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(3b)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πεισίμβροτος:''' v. l. = [[πεισίβροτος]].
|elrutext='''πεισίμβροτος:''' v. l. = [[πεισίβροτος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πεισίμβροτος -ον Aeol. voor πεισίβροτος.
}}
}}

Revision as of 07:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεισίμβροτος Medium diacritics: πεισίμβροτος Low diacritics: πεισίμβροτος Capitals: ΠΕΙΣΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: peisímbrotos Transliteration B: peisimbrotos Transliteration C: peisimvrotos Beta Code: peisi/mbrotos

English (LSJ)

ον,

   A won by persuading mortals, δόξα B.8.2.

German (Pape)

[Seite 547] die Sterblichen überredend, zum Gehorsam bringend, βάκτρον, Aesch. Ch. 357.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κερδήθηκε με την κατάπειση, με την πειθώ τών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεισι- του πείθω (πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος, + μβροτός].

Russian (Dvoretsky)

πεισίμβροτος: v. l. = πεισίβροτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεισίμβροτος -ον Aeol. voor πεισίβροτος.