πρητήριον: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πρητήριον:''' τό ион. Her. = [[πρατήριον]]. | |elrutext='''πρητήριον:''' τό ион. Her. = [[πρατήριον]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρητήριον Ion. voor πρατήριον. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. πρατήριον.
German (Pape)
[Seite 700] τό, ion. = πρατήριον, Her. 7, 23, neben ἀγορή.
Greek (Liddell-Scott)
πρητήριον: τό, Ἰων. ἀντὶ πρᾱτήριον, Ἡρόδ. 7. 23.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πρατήριον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ιων. τ. βλ. πρατήριο.
Greek Monotonic
πρητήριον: τό, Ιων. αντί πρατήριον.
Russian (Dvoretsky)
πρητήριον: τό ион. Her. = πρατήριον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρητήριον Ion. voor πρατήριον.