προθυμητέον: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προθῡμητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο πρέπει [[κάποιος]] να φανεί [[πρόθυμος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''προθῡμητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο πρέπει [[κάποιος]] να φανεί [[πρόθυμος]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=προθυμητέον, adj. verb. van προθύμεομαι, men moet streven naar, met inf.:; προθυμητέον ὑγιῶς ἔχειν men moet zijn best doen gezond te zijn Plat. Phaed. 90e; = plur. προθυμητέα.
}}
}}

Revision as of 08:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προθῡμητέον Medium diacritics: προθυμητέον Low diacritics: προθυμητέον Capitals: ΠΡΟΘΥΜΗΤΕΟΝ
Transliteration A: prothymētéon Transliteration B: prothymēteon Transliteration C: prothymiteon Beta Code: proqumhte/on

English (LSJ)

   A one must be eager, c. inf., Pl.Phd.90e, al., Plu.2.723e: pl. προθῡμ-τέα, Pl.Lg.770b.

Greek (Liddell-Scott)

προθῡμητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ φανῇ πρόθυμος, μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Φαίδων 90Ε, ἀλ.· οὕτως ἐν τῷ πληθ. -τέα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 770Β.

Greek Monotonic

προθῡμητέον: ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο πρέπει κάποιος να φανεί πρόθυμος, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προθυμητέον, adj. verb. van προθύμεομαι, men moet streven naar, met inf.:; προθυμητέον ὑγιῶς ἔχειν men moet zijn best doen gezond te zijn Plat. Phaed. 90e; = plur. προθυμητέα.