στρεύγω: Difference between revisions
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
(38) |
(nl) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[στραγγίζω]], ἐξαντλῶ»<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[στενοχωρώ]], [[προξενώ]] [[λύπη]]<br /><b>3.</b> ([[κυρίως]] παθ.) [[στρεύγομαι]]<br />α) αποβάλλομαι με τη [[μορφή]] σταγόνων [[μετά]] από [[πίεση]], στραγγίζομαι<br />β) <b>μτφ.</b> i) εξαντλούμαι, [[εξασθενώ]]<br />ii) θλίβομαι, ταλαιπωρούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[ωστόσο]] έχει συνδεθεί με τ. της Γερμανικής και Βαλτο-Σλαβικής με σημ. «[[χτυπώ]], κακομεταχειρίζομαι»: αρχ. νορβ. <i>strj</i><i>ū</i><i>ka</i>, αγγλοσαξ. <i>stroccian</i>, ρωσ. <i>strogatĭ</i> και λεττον. <i>str</i><i>ū</i><i>gains</i>. Σύμφωνα με τη σημ. τών προηγούμενων τ., η [[χρήση]] του [[στρεύγω]], -<i>ομαι</i> «[[στενοχωρώ]]» και «στραγγίζομαι, εξαντλούμαι» θα μπορούσε να θεωρηθεί μεταφορική]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[στραγγίζω]], ἐξαντλῶ»<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[στενοχωρώ]], [[προξενώ]] [[λύπη]]<br /><b>3.</b> ([[κυρίως]] παθ.) [[στρεύγομαι]]<br />α) αποβάλλομαι με τη [[μορφή]] σταγόνων [[μετά]] από [[πίεση]], στραγγίζομαι<br />β) <b>μτφ.</b> i) εξαντλούμαι, [[εξασθενώ]]<br />ii) θλίβομαι, ταλαιπωρούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[ωστόσο]] έχει συνδεθεί με τ. της Γερμανικής και Βαλτο-Σλαβικής με σημ. «[[χτυπώ]], κακομεταχειρίζομαι»: αρχ. νορβ. <i>strj</i><i>ū</i><i>ka</i>, αγγλοσαξ. <i>stroccian</i>, ρωσ. <i>strogatĭ</i> και λεττον. <i>str</i><i>ū</i><i>gains</i>. Σύμφωνα με τη σημ. τών προηγούμενων τ., η [[χρήση]] του [[στρεύγω]], -<i>ομαι</i> «[[στενοχωρώ]]» και «στραγγίζομαι, εξαντλούμαι» θα μπορούσε να θεωρηθεί μεταφορική]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στρεύγω, pass. uitgeput raken, wegkwijnen. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 1 January 2019
English (LSJ)
A distress, pain, Hsch.; but in Ep. used in Pass., to be exhausted or worn out, weary oneself, δηθὰ στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι Il.15.512, cf. A.R.4.1058; δηθὰ σ. ἐὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ Od.12.351; ἄσθματι σ. Tim.Pers.93; σ. καμάτοισι A.R.4.384; νούσῳ Call.Cer. 68: abs., to be distressed, suffer distress or pain, A.R.4.621, Nic.Al. 291.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «στραγγίζω, ἐξαντλῶ»
2. μτφ. στενοχωρώ, προξενώ λύπη
3. (κυρίως παθ.) στρεύγομαι
α) αποβάλλομαι με τη μορφή σταγόνων μετά από πίεση, στραγγίζομαι
β) μτφ. i) εξαντλούμαι, εξασθενώ
ii) θλίβομαι, ταλαιπωρούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. ωστόσο έχει συνδεθεί με τ. της Γερμανικής και Βαλτο-Σλαβικής με σημ. «χτυπώ, κακομεταχειρίζομαι»: αρχ. νορβ. strjūka, αγγλοσαξ. stroccian, ρωσ. strogatĭ και λεττον. strūgains. Σύμφωνα με τη σημ. τών προηγούμενων τ., η χρήση του στρεύγω, -ομαι «στενοχωρώ» και «στραγγίζομαι, εξαντλούμαι» θα μπορούσε να θεωρηθεί μεταφορική].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρεύγω, pass. uitgeput raken, wegkwijnen.