συμπαραλαμβάνω: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(4) |
(nl) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμπαραλαμβάνω:''' <b class="num">1)</b> забирать с собой (τινά Plat.): σ. τινά ἐν τῇ ζητήσει κοινωνόν Plat. делать кого-л. соучастником (своих) поисков;<br /><b class="num">2)</b> приобщать, включать, присоединять (σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> принимать во внимание, учитывать (τὰς τῶν προτέρων [[δόξας]] Arst.). | |elrutext='''συμπαραλαμβάνω:''' <b class="num">1)</b> забирать с собой (τινά Plat.): σ. τινά ἐν τῇ ζητήσει κοινωνόν Plat. делать кого-л. соучастником (своих) поисков;<br /><b class="num">2)</b> приобщать, включать, присоединять (σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> принимать во внимание, учитывать (τὰς τῶν προτέρων [[δόξας]] Arst.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμ-παραλαμβάνω erbij nemen, eraan toevoegen:. ἐάν τις αὐτὸ ἐν τῇ ζητήσει κοινωνόν συμπαραλαμβάνῃ als iemand dat (nl. gezond verstand) als partner bij zijn onderzoek betrekt Plat. Phaed. 65a. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A take along with one, take in as an adjunct or assistant, κοινωνόν τι σ. Pl.Phd.65b, cf. 84d, La.179e, Act.Ap.15.37; τινὰ ἑαυτῷ BGU226.12 (i A.D.); σ. τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν include in their account, Arist.EN1098b26; τὰς τῶν προτέρων δόξας Id. de An.403b22; τὰ ὁμολογούμενα Thphr.CP5.3.7; σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας adopt as partisans, Arist.Pol.1304a16; call in for advice, φίλους Phld.Oec. p.72J.; in receipts, aor. συνπαρέλαβα received also by me, PRyl.189.8 (ii A.D.):—Pass., to be invited, Anticl. ap. Ath.4.157f, Ph.1.328, J.AJ15.2.7; σ. ἐπὶ τὰ πράγματα to be called into counsel, D.H.7.55; to be incidentally involved, Phld.Lib.p.29O.; to be called in to help, Sor.2.15.
German (Pape)
[Seite 984] (s. λαμβάνω), mit dazu an- od. aufnehmen, Plat. Phaed. 65 a Lach. 179 e u. Sp., wie Pol. 2, 10, 1.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαραλαμβάνω: παραλαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ, λαμβάνω ὡς μέτοχον ἢ βοηθόν, προσλαμβάνω, περιλαμβάνω, κοινωνόν τι σ. Πλάτ. Φαίδων 65Α, πρβλ. 84D, Λάχ. 179Ε· σ. τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν, περιλαμβάνω εἰς τὸν ὑπολογισμόν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 8. 6· τὰς τῶν προτέρων δόξας ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 1. σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας, περιλαμβάνω εἰς τοὺς ἔχοντας δικαίωμα ἐκλογῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 4, 7. ― Παθ., προσκαλοῦμαι, Ἀντικλείδης παρ’ Ἀθην. 157F· σ. ἐπὶ τὰ πράγματα, καλοῦμαι νὰ δώσω γνώμην, Διον. Ἁλ. 7. 55.
French (Bailly abrégé)
recevoir ou prendre en outre ensemble.
Étymologie: σύν, παραλαμβάνω.
English (Strong)
from σύν and παραλαμβάνω; to take along in company: take with.
English (Thayer)
(T WH συνπαραλαμβάνω (cf. σύν, II. at the end)); 2nd aorist συμπαρελαβον; to take along together with (Plato, Aristotle, Plutarch, others); in the N. T. to take with one as a companion: τινα, Galatians 2:1.
Greek Monolingual
Α παραλαμβάνω
1. παίρνω κάποιον μαζί μου, κυρίως ως μέτοχο ή συνεργό
2. λαμβάνω υπ' όψιν κάτι ακόμη, συνυπολογίζω
3. περιλαμβάνω ή αποδέχομαι κάποιον ακόμη σε ένα όλο («ἅτερος συμπαρέλαβε τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας ὡς ἐπηρεασθεὶς», Αριστοτ.)
4. παθ. συμπαραλαμβάνομαι
α) προσκαλούμαι κάπου
β) (ειδικά) προσκαλούμαι κάπου προκειμένου να πω τη γνώμη μου σχετικά με ένα σοβαρό ζήτημα
γ) καλούμαι για βοήθεια
δ) εμπλέκομαι τυχαία σε κάτι.
Greek Monolingual
Α παραλαμβάνω
1. παίρνω κάποιον μαζί μου, κυρίως ως μέτοχο ή συνεργό
2. λαμβάνω υπ' όψιν κάτι ακόμη, συνυπολογίζω
3. περιλαμβάνω ή αποδέχομαι κάποιον ακόμη σε ένα όλο («ἅτερος συμπαρέλαβε τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας ὡς ἐπηρεασθεὶς», Αριστοτ.)
4. παθ. συμπαραλαμβάνομαι
α) προσκαλούμαι κάπου
β) (ειδικά) προσκαλούμαι κάπου προκειμένου να πω τη γνώμη μου σχετικά με ένα σοβαρό ζήτημα
γ) καλούμαι για βοήθεια
δ) εμπλέκομαι τυχαία σε κάτι.
Greek Monotonic
συμπαραλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, παίρνω κάποιον μαζί μου, προσλαμβάνω κάποιον ως βοηθό, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
συμπαραλαμβάνω: 1) забирать с собой (τινά Plat.): σ. τινά ἐν τῇ ζητήσει κοινωνόν Plat. делать кого-л. соучастником (своих) поисков;
2) приобщать, включать, присоединять (σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας Arst.);
3) принимать во внимание, учитывать (τὰς τῶν προτέρων δόξας Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παραλαμβάνω erbij nemen, eraan toevoegen:. ἐάν τις αὐτὸ ἐν τῇ ζητήσει κοινωνόν συμπαραλαμβάνῃ als iemand dat (nl. gezond verstand) als partner bij zijn onderzoek betrekt Plat. Phaed. 65a.