ψίλωμα: Difference between revisions

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
(47c)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α [[ψιλῶ]]<br /><b>1.</b> [[σημείο]] του σώματος απογυμνωμένο από [[τρίχες]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[οστό]] απογυμνωμένο από σάρκες.
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α [[ψιλῶ]]<br /><b>1.</b> [[σημείο]] του σώματος απογυμνωμένο από [[τρίχες]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[οστό]] απογυμνωμένο από σάρκες.
}}
{{elnl
|elnltext=ψίλωμα -ατος, τό [ψιλόω] ontvlezing.
}}
}}

Revision as of 09:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῑλωμα Medium diacritics: ψίλωμα Low diacritics: ψίλωμα Capitals: ΨΙΛΩΜΑ
Transliteration A: psílōma Transliteration B: psilōma Transliteration C: psiloma Beta Code: yi/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A bone laid bare of flesh, ἀφικέσθαι ἐς ὀστέων ψιλώματα Hp.Art.69, cf. Epid.3.4.

German (Pape)

[Seite 1400] τό, eine von Haaren entblößte Stelle, ein bloß liegender, von Fleisch entblößter Knochen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ψίλωμα: [ῑ], τό, ὀστοῦν γυμνωθὲν τῶν σαρκῶν, ἀφικέσθαι ἐς ψ. ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 832, πρβλ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1083.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α ψιλῶ
1. σημείο του σώματος απογυμνωμένο από τρίχες
2. (ειδικά) οστό απογυμνωμένο από σάρκες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψίλωμα -ατος, τό [ψιλόω] ontvlezing.