συγγενεύς: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγγενεύς''': έως, ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ ἑπομ., Ἰω. Μαλαλ. 326. 14. | |lstext='''συγγενεύς''': έως, ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ ἑπομ., Ἰω. Μαλαλ. 326. 14. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:00, 1 January 2019
English (LSJ)
έως, ὁ,= συγγενής, only in dat. pl., JHS22.358 (Pisidia), LXX 1 Ma.10.89 cod. A, Ev.Marc.6.4, Ev.Luc.2.44.
Greek (Liddell-Scott)
συγγενεύς: έως, ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ ἑπομ., Ἰω. Μαλαλ. 326. 14.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
συγγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + επίθημα -εύς].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγενεύς -εως, ὁ [συγγενής] verwant.