συγγνωρίζω: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγγνωρίζω''': [[μετέχω]] τῆς γνώσεως, [[γνωρίζω]] [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 12, 5. | |lstext='''συγγνωρίζω''': [[μετέχω]] τῆς γνώσεως, [[γνωρίζω]] [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 12, 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A share in knowledge, Arist.EE1244b26:—Pass., οἱ -όμενοι persons acquainted, Polem.Phgn.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
συγγνωρίζω: μετέχω τῆς γνώσεως, γνωρίζω ὁμοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 12, 5.
Greek Monolingual
Α γνωρίζω
1. είμαι επίσης γνώστης
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οί συγγνωριζόμενοι
πρόσωπα που γνωρίζονται μεταξύ τους.
Russian (Dvoretsky)
συγγνωρίζω: разделять (чье-л.) знание, знать вместе (συναισθάνεσθαι καὶ σ. Arst.).