συναγώνισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνᾰγώνισμα''': τό, [[βοήθεια]], [[σύμπραξις]] ἐν ἀγῶνι· [[βοήθεια]], [[ὑποστήριξις]], [[πρός]] τι Πολύβ. 10. 43, 2· ― οὕτω συναγωνισμός, ὁ, [[ἐκεῖνος]] [[μόνος]] [[γενναῖος]] ὢν τὴν ψυχὴν εἰς συναγωνισμὸν τῆς ἀληθείας, εἰς ὑποστήριξιν αὐτῆς, Ἰω. Μοναχ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 4, σ. 234. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 417-419.
|lstext='''συνᾰγώνισμα''': τό, [[βοήθεια]], [[σύμπραξις]] ἐν ἀγῶνι· [[βοήθεια]], [[ὑποστήριξις]], [[πρός]] τι Πολύβ. 10. 43, 2· ― οὕτω συναγωνισμός, ὁ, [[ἐκεῖνος]] [[μόνος]] [[γενναῖος]] ὢν τὴν ψυχὴν εἰς συναγωνισμὸν τῆς ἀληθείας, εἰς ὑποστήριξιν αὐτῆς, Ἰω. Μοναχ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 4, σ. 234. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 417-419.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[συναγωνίζομαι]]<br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[σύμπραξη]] σε αγώνα<br /><b>2.</b> [[υποστήριξη]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγώνισμα Medium diacritics: συναγώνισμα Low diacritics: συναγώνισμα Capitals: ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΜΑ
Transliteration A: synagṓnisma Transliteration B: synagōnisma Transliteration C: synagonisma Beta Code: sunagw/nisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A succour in a contest: generally, succour, support, πρός τι Plb.10.43.2.

German (Pape)

[Seite 996] τό, was im Kampfe hilft od. fördert, πρός τι, Pol. 10, 43, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγώνισμα: τό, βοήθεια, σύμπραξις ἐν ἀγῶνι· βοήθεια, ὑποστήριξις, πρός τι Πολύβ. 10. 43, 2· ― οὕτω συναγωνισμός, ὁ, ἐκεῖνος μόνος γενναῖος ὢν τὴν ψυχὴν εἰς συναγωνισμὸν τῆς ἀληθείας, εἰς ὑποστήριξιν αὐτῆς, Ἰω. Μοναχ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 4, σ. 234. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 417-419.

Greek Monolingual

τὸ, Α συναγωνίζομαι
1. βοήθεια, σύμπραξη σε αγώνα
2. υποστήριξη.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγώνισμα: ατος τό помощь, содействие (πρός τι Polyb.).