ἐκτελείω: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
(11)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐκτελειῶ και ἐκτελεῶ (-όω) επιτατ. του [[τελειώ]] (Α)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] τέλειο, [[τελειοποιώ]].
|mltxt=ἐκτελειῶ και ἐκτελεῶ (-όω) επιτατ. του [[τελειώ]] (Α)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] τέλειο, [[τελειοποιώ]].<br />[[ἐκτελείω]] (Α)<br />επικ. τύπ. του [[εκτελώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτελείω:''' эп. = [[ἐκτελέω]].
}}
}}

Latest revision as of 14:04, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 780] p. = ἐκτελέω, Il. 9, 493 Od. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξετέλειον;
c. ἐκτελέω.

English (Autenrieth)

aor. ἐξετέλεσσα, pass. ipf. ἐξετελεῦντο, perf. ἐκτετέλεσται: bring to an end, finish, fulfil, consummate, achieve; ὅ μοι οὔ τι θεοὶ γόνον ἐξετέλειον | ἐξ ἐμοῦ, ‘granted me no offspring of my own,’ Il. 9.493.

Greek Monolingual

ἐκτελειῶ και ἐκτελεῶ (-όω) επιτατ. του τελειώ (Α)
κάνω κάτι τέλειο, τελειοποιώ.
ἐκτελείω (Α)
επικ. τύπ. του εκτελώ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτελείω: эп. = ἐκτελέω.