ἐκτελείω: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(Bailly1_2)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐξετέλειον;<br /><i>c.</i> [[ἐκτελέω]].
|btext=<i>impf.</i> ἐξετέλειον;<br /><i>c.</i> [[ἐκτελέω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. [[ἐξετέλεσσα]], [[pass]]. ipf. [[ἐξετελεῦντο]], perf. ἐκτετέλεσται: [[bring]] to an [[end]], [[finish]], [[fulfil]], [[consummate]], [[achieve]]; ὅ μοι οὔ τι θεοὶ [[γόνον]] ἐξετέλειον &#124; ἐξ [[ἐμοῦ]], ‘granted me no [[offspring]] of my [[own]],’ Il. 9.493.
}}
{{grml
|mltxt=ἐκτελειῶ και ἐκτελεῶ (-όω) επιτατ. του [[τελειώ]] (Α)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] τέλειο, [[τελειοποιώ]].<br />[[ἐκτελείω]] (Α)<br />επικ. τύπ. του [[εκτελώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτελείω:''' эп. = [[ἐκτελέω]].
}}
}}

Latest revision as of 14:04, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 780] p. = ἐκτελέω, Il. 9, 493 Od. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξετέλειον;
c. ἐκτελέω.

English (Autenrieth)

aor. ἐξετέλεσσα, pass. ipf. ἐξετελεῦντο, perf. ἐκτετέλεσται: bring to an end, finish, fulfil, consummate, achieve; ὅ μοι οὔ τι θεοὶ γόνον ἐξετέλειον | ἐξ ἐμοῦ, ‘granted me no offspring of my own,’ Il. 9.493.

Greek Monolingual

ἐκτελειῶ και ἐκτελεῶ (-όω) επιτατ. του τελειώ (Α)
κάνω κάτι τέλειο, τελειοποιώ.
ἐκτελείω (Α)
επικ. τύπ. του εκτελώ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτελείω: эп. = ἐκτελέω.