καρτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(19)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρτός]], -ή, -όν (AM)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να κόψει σε τεμάχια<br /><b>2.</b> ο κομμένος σε τεμάχια<br /><b>αρχ.</b><br />ο κομμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να [[είναι]] [[λείος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρ</i>-<i>τός</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>καρ</i>-, συνεσταλμένη μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>κερ</i>- του [[κείρω]], <b>[[πρβλ]].</b> παθ. αόρ. <i>ε</i>-<i>κάρ</i>-<i>ην</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαυμασ</i>-<i>τός</i>, <i>κλυ</i>-<i>τός</i>)].
|mltxt=[[καρτός]], -ή, -όν (AM)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να κόψει σε τεμάχια<br /><b>2.</b> ο κομμένος σε τεμάχια<br /><b>αρχ.</b><br />ο κομμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να [[είναι]] [[λείος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρ</i>-<i>τός</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>καρ</i>-, συνεσταλμένη μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>κερ</i>- του [[κείρω]], <b>[[πρβλ]].</b> παθ. αόρ. <i>ε</i>-<i>κάρ</i>-<i>ην</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαυμασ</i>-<i>τός</i>, <i>κλυ</i>-<i>τός</i>)].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: adjunct of onion, garlic (<b class="b3">πράσον</b>, <b class="b3">κρόμμυον</b>) [[cut]], <b class="b3">τὸ καρτόν</b> [[chive]] (Dsc., Gal., Gp.); also of clothes, <b class="b2">(finely) cut</b>? (IG 22 1514, 39f.; <b class="b3">χλανίς</b>, <b class="b3">χλανίσκιον</b>); <b class="b3">καρτοί κεκουρευμένοι</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: - Verbal adjective of <b class="b3">κείρω</b> (s. v.); but no form <b class="b3">*καρτος</b> is known. For the connection with onion cf. NHG [[Schnittlauch]] (chive) and [[Knoblauch]] (garlic), from OHG <b class="b2">klobo-louh</b> to OE [[clufu]] [[onion]] and OHG [[klioban]] [[klieben]], [[split]]; Lat. <b class="b2">sectīle porrum</b> [[chive]]. So the etym. remains uncertain.
}}
}}

Revision as of 01:51, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτός Medium diacritics: καρτός Low diacritics: καρτός Capitals: ΚΑΡΤΟΣ
Transliteration A: kartós Transliteration B: kartos Transliteration C: kartos Beta Code: karto/s

English (LSJ)

ή, όν, (κείρω)

   A shorn smooth, opp. rough, of cloths, IG22.1514.40.    II chopped, sliced, esp. of the leaves of the leek, πράσον κ. Dsc.2.149, Eup.2.123; also κ. κρόμμυα Gal.10.815; τὸ κ. abs., Gp.2.6.32. (On the accent v. Hdn.Gr.1.216.)

Greek (Liddell-Scott)

καρτός: -ή, -όν, (κείρω) κεκαρμένος, λεῖος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ τραχύς, ἐπὶ ὑφασμάτων ἢ ἱματίων, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 30, 42. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ κόψῃ εἰς τεμάχια ἢ κατατετμημένος, κ. κρόμμυον, Λατ. sectile porrum, Γαλην.· οὕτω, τὸ καρτόν, ἀπολ., Γεωπ. 2. 6, 32.

Greek Monolingual

καρτός, -ή, -όν (AM)
1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κόψει σε τεμάχια
2. ο κομμένος σε τεμάχια
αρχ.
ο κομμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι λείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρ-τός (< θ. καρ-, συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας κερ- του κείρω, πρβλ. παθ. αόρ. ε-κάρ-ην) + κατάλ. -τός (πρβλ. θαυμασ-τός, κλυ-τός)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of onion, garlic (πράσον, κρόμμυον) cut, τὸ καρτόν chive (Dsc., Gal., Gp.); also of clothes, (finely) cut? (IG 22 1514, 39f.; χλανίς, χλανίσκιον); καρτοί κεκουρευμένοι H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: - Verbal adjective of κείρω (s. v.); but no form *καρτος is known. For the connection with onion cf. NHG Schnittlauch (chive) and Knoblauch (garlic), from OHG klobo-louh to OE clufu onion and OHG klioban klieben, split; Lat. sectīle porrum chive. So the etym. remains uncertain.