κέλυφος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(nl)
(2)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κέλυφος -εος, contr. -ους, τό [~ καλύπτω] dop, schil:; κελύφη καρύων notendoppen Luc. 14.38; overdr. restant:. κ. ἀντωμοσιῶν administratieve troep Aristoph. Ve. 545.
|elnltext=κέλυφος -εος, contr. -ους, τό [~ καλύπτω] dop, schil:; κελύφη καρύων notendoppen Luc. 14.38; overdr. restant:. κ. ἀντωμοσιῶν administratieve troep Aristoph. Ve. 545.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">fruit-, onion-, eggshell etc., cover</b> (Ar. V. 545 [lyr.], Arist., Thphr., AP ).<br />Derivatives: <b class="b3">κελύφιον</b> (Arist.), <b class="b3">κελύφανον</b> <b class="b2">id.</b> (Lyc., Luc.) with <b class="b3">κελυφανώδης</b> <b class="b2">shell-like</b> (Thphr.); also <b class="b3">κολύφανον φλοιός</b>, <b class="b3">λεπύριον</b> H. (<b class="b3">-ο-</b> after <b class="b3">κολεός</b> a. o. (?), cf. Grošelj Razprave 2, 43).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: On the neutral gender, which is rare in <b class="b3">φ-</b>derivations, cf. the synonymous <b class="b3">σκῦτος</b>, <b class="b3">νάκος</b>, <b class="b3">δέρος</b> a. o. As "envelop" <b class="b3">κέλυφος</b> has been connected with the group of <b class="b3">καλύπτω</b>. We saw that this verb is Pre-Greek, and the same is true of our word (note <b class="b3">-υφ-</b>). Cf. on <b class="b3">κολέος</b>. - Wrong Sütterlin IF 25, 67, Pisani Jb. f. kleinas. Forsch. 3, 150.
}}
}}

Revision as of 01:55, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέλῡφος Medium diacritics: κέλυφος Low diacritics: κέλυφος Capitals: ΚΕΛΥΦΟΣ
Transliteration A: kélyphos Transliteration B: kelyphos Transliteration C: kelyfos Beta Code: ke/lufos

English (LSJ)

εος, τό,

   A sheath, case,    1 in fruits, pod, shell, Arist.GA 752a20, Thphr.HP2.4.2, etc.    2 in animals, sheath, Arist.HA 510a28.    b τὰ κ. τῶν ᾠῶν egg-shells, Id.GA743a17; in fish, encasing membrane, Id.HA568b9; τὸ περὶ τὰς γενέσεις κ. ib.600b17.    c envelope, of a chrysalis, ib.551a20, 601a6,8, GA758b17; of the chrysalis of the stag-beetle, Id.HA551b19.    d shell of crustaceous fish, ib. 549b25.    e hollow of the eye, AP9.439 (Crin.).    3 metaph., of old dicasts, ἀντωμοσιῶν κελύφη mere affidavit-husks, Ar.V.545 (lyr.); of an old man's boat, which served as his shell or coffin, AP9.242 (Antiphil.). [ῡ, exc. Opp.C.3.503.] (Prob. cogn. with καλύπτω.)

German (Pape)

[Seite 1416] τό, = κελύφη; von Früchten, Theophr.; vom Ei, Arist. gener. anim. 2, 6; von Schaalthieren, id. – Komisch nennt Ar. Vesp. 545 alte Richter ἀντωμοσιῶν κελύφη. Bei Antiphil. 41 (IX, 242) ein kleiner Kahn.

Greek (Liddell-Scott)

κέλῡφος: -εος, τό, θήκη, «θηκάρι», 1) ἐπὶ καρπῶν, ὁ φλοιός, τὸ περίβλημα, ὅπερ διαφόρως ὀνομάζεται κατὰ τοὺς καρπούς, λ.χ. λοβός, λοπός, λέπυρον, κάλυξ, κελύφανον, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 3· τὰ τῶν κυάμων κελύφη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 21· κ. ἐρεβίνθου 2. 4, 2. 2) παρὰ ζῴοις, θήκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 16, κ. ἀλλ. β) κ. ᾠοῦ, «αὐγόφλουδα», αὐτόθι 6. 14, 7· ἐν τοῖς ἰχθύσιν, ἡ περιέχουσα μεμβρᾶνα, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 20. γ) τὸ περὶ τὰς γενέσεις κ., ἡ θήκη ἡ περιέχουσα τὰ ἔντομα κατὰ τὴν γέννησιν αὐτῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 5, πρβλ. 9, π. Ζ. Γεν. 3. 9, 6· ἡ θήκη τῆς χρυσαλλίδος, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 5 κἑξ.· ἐπὶ κερασφόρων κανθάρων, αὐτόθι 12. δ) τὸ ὄστρακον τῶν μαλακοστράκων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 10. ε) τὸ κοῖλον τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 439. 3) μεταφορ., ἐπὶ ἀρχαίων γεγηρακότων δικαστῶν, ἀντωμοσιῶν κελύφη, κελύφη καὶ οὐδὲν πλέον, Ἀριστοφ. Σφ. 545·- ἐπὶ τῆς λέμβου γέροντος, ἥτις τῷ ἐχρησίμευεν ὡς θήκηφέρετρον αὐτοῦ, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 242·- γήϊνον κ., ἐπὶ τοῦ σώματος, ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Συνεσ. (Τὸ ῡ καθιστᾷ ἀμφίβολον τὴν πρὸς τὸ καλύπτω σχέσιν· τινὲς παραβάλλουσι τὸ Λατ. glūbo).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
étui, fourreau.
Étymologie: καλύπτω.

Greek Monolingual

το (Α κέλυφος)
1. τσόφλι
2. όστρακο, καύκαλο, καβούκι
νεοελλ.
1. τεχνολ. τρισδιάστατη φέρουσα κατασκευή που αποτελείται από επιφάνειες απλής ή διπλής κύρτωσης
2. ζωολ. όρος που χρησιμοποιείται για το εξωτερικό και συνήθως σκληρό περίβλημα τών οστρακόδερμων
αρχ.
1. (για καρπούς) φλοιός
2. (για ζώα) θήκη
3. (για ψάρια) η μεμβράνη που περιέχει τα αβγά
4. (για έντομα) η θήκη που περιέχει τη χρυσαλλίδα
5. το όστρακο τών μαλακοστράκων
6. η κοιλότητα του ματιού
7. (μτφ. με σκωπτική σημ.) οι γηρασμένοι δικαστές («ἀντωμοσιῶν κελύφη», Αριστοφ.)
8. φρ. «γήινον κέλυφος» — το ανθρώπινο σώμα (Συνέσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το καλύπτω (αν και το -υ- του ρ. είναι βραχύ), καθώς και με τα ουδ. νάκος, σκῦτος, δέρος «δέρμα, προβιά»].

Greek Monotonic

κέλῡφος: -εος, τό,
1. θήκη, θηκάρι, φλοιός, περίβλημα, σε Αριστ.· βαθούλωμα του ματιού, σε Ανθ.
2. μεταφ., λέγεται για γηρασμένους δικαστές, ἀντωμοσιῶν κελύφη, σε Αριστοφ.· λέγεται για τη βάρκα γέρου ανθρώπου, η οποία λειτουργεί σαν και το φέρετρό του, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

κέλῡφος: εος τό
1) оболочка, кожица (τοῦ σπέρματος, περί τι Arst.);
2) скорлупа (ᾠοῦ, τῶν καράβων καὶ τῶν καρκίνων Arst.);
3) полость, орбита: ἐρημαῖον κ. ὄμματος Anth. пустая глазница;
4) челнок, «скорлупка» Anth.;
5) шутл. вместилище: ἀντωμοσιῶν κελύφη Arph. старые крючкотворы, судейские крючки.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέλυφος -εος, contr. -ους, τό [~ καλύπτω] dop, schil:; κελύφη καρύων notendoppen Luc. 14.38; overdr. restant:. κ. ἀντωμοσιῶν administratieve troep Aristoph. Ve. 545.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: fruit-, onion-, eggshell etc., cover (Ar. V. 545 [lyr.], Arist., Thphr., AP ).
Derivatives: κελύφιον (Arist.), κελύφανον id. (Lyc., Luc.) with κελυφανώδης shell-like (Thphr.); also κολύφανον φλοιός, λεπύριον H. (-ο- after κολεός a. o. (?), cf. Grošelj Razprave 2, 43).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the neutral gender, which is rare in φ-derivations, cf. the synonymous σκῦτος, νάκος, δέρος a. o. As "envelop" κέλυφος has been connected with the group of καλύπτω. We saw that this verb is Pre-Greek, and the same is true of our word (note -υφ-). Cf. on κολέος. - Wrong Sütterlin IF 25, 67, Pisani Jb. f. kleinas. Forsch. 3, 150.