καυσία: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(nl)
(2)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καυσία -ας, ἡ [κάω] vilthoed (Macedonisch).
|elnltext=καυσία -ας, ἡ [κάω] vilthoed (Macedonisch).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">name of a royal felt hat by the Macedonians</b> (hell.; s. Hoffmann Maked. 55ff.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: - Unexplained. Suggestion by Sapir AmJPh 60, 464. DELG connects <b class="b3">καίω</b> (?). Fur. 119 refers to <b class="b3">γαύσαπος</b> and <b class="b3">γαυσάπης</b>; also Lat. gloss on [[gausape]]. Quite unclear.
}}
}}

Revision as of 02:05, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυσία Medium diacritics: καυσία Low diacritics: καυσία Capitals: ΚΑΥΣΙΑ
Transliteration A: kausía Transliteration B: kausia Transliteration C: kafsia Beta Code: kausi/a

English (LSJ)

ἡ, felt hat used by the Macedonians, forming part of the regalia of their kings, Men.331, Duris 14 J., Ephipp. (FGrH 126) 5 J., Nearch.28 J., Plb.4.4.5, AP6.335 (Antip. Thess.), Plu.Ant.54, Arr. An.7.22.2, Hdn.4.8.2.

German (Pape)

[Seite 1408] ἡ, ein weißer macedonischer Hut mit breiten Krempen, gegen die Sonnenhitze (καῦσις); Antip. Th. 10 (VI, 335) nennt ihn Μακεδόσιν εὔκολον ὅπλον καὶ σκέπας ἐν νιφετῷ καὶ κόρυς ἐν πολέμῳ; Pol. 4, 4, 5 Plut. Ant. 54 u. öfter; Poll. 10, 162.

Greek (Liddell-Scott)

καυσία: ἐλαφρὸς καὶ εὐρὺν ἔχων γῦρον πῖλος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Μακεδόσι πρὸς ἀπόκρουσιν τῶν καυστικῶν τοῦ ἡλίου ἀκτίνων (καῦσις), Μένανδρ. ἐν «Μισογ.» 11, Πολύβ. 4. 4, 5, Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, Ἀνθ. Π. 6. 335· πρβλ. Sturz εἰς Διαλ. Μακ. 41, Βεκκῆρον εἰς Χαρικλ. 443· «εἶδος πίλου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς (ὡς καὶ τιάρα), σκέπουσά τε ἀπὸ καύσωνος καὶ ὡς εἰς περικεφαλαίαν συντελοῦσά τι» Λεξικ. Ρητορ. σ. 269, 19· «καυσία· πῖλος πλατύς, ὃν οἱ Μακεδονικοὶ βασιλεῖς ἐφόρουν λευκὸν αὐτῷ διάδημα περιειλοῦντες» Εὐστάθ. 1398. 3˙ «καυσία· εὔκολον ὅπλον Μακεδονικὸν καὶ σκέπας ἐν νιφετῷ καὶ κόρυς ἐν πολέμῳ» Ἀνθ. Π. 6. 335· συνάπτεται συχνὰ μετὰ τῆς χλαμύδος, ἥτις ἐπίσης ἦτο τῶν Μακεδόνων, Ἀθήν. 537F, 536A· χλαμὺς καὶ κ. διαδηματοφόρος Πλουτ. Ἀντών. 54, Ἠθ. 760Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chapeau macédonien à larges bords pour garantir du soleil.
Étymologie: καίω.

Greek Monolingual

καυσία, ἡ (Α) καύσος
ελαφρό, λευκό, πλατύγυρο κάλυμμα του κεφαλιού που φορούσαν οι Μακεδόνες για προφύλαξη από τον ήλιο («κρηπῑσι καὶ χλαμύδι καὶ καυσίᾳ διαδηματοφόρῳ κεκοσμημένον», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

καυσία: ион. καυσίη ἡ кавсия (широкополая войлочная шляпа у македонян) Polyb., Plut., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυσία -ας, ἡ [κάω] vilthoed (Macedonisch).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: name of a royal felt hat by the Macedonians (hell.; s. Hoffmann Maked. 55ff.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: - Unexplained. Suggestion by Sapir AmJPh 60, 464. DELG connects καίω (?). Fur. 119 refers to γαύσαπος and γαυσάπης; also Lat. gloss on gausape. Quite unclear.