καρβάν: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(nl) |
(2) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καρβάν -ᾶνος en κάρβανος -ον vreemd, buitenlands:. καρβᾶνα αὐδάν buitenlandse spraak Aeschl. Suppl. 118. | |elnltext=καρβάν -ᾶνος en κάρβανος -ον vreemd, buitenlands:. καρβᾶνα αὐδάν buitenlandse spraak Aeschl. Suppl. 118. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: [[outlandish]], [[foreign]];<br />Other forms: acc. <b class="b3">-ᾶνα</b> (A. Supp. 129 [lyr.], H.), <b class="b3">κάρβανος</b> (A., Lyc.)<br />Derivatives: <b class="b3">καρβάζειν</b>, <b class="b3">καρβαΐζειν</b>, <b class="b3">καρβανίζειν</b> = <b class="b3">βαρβαρίζειν</b> H.<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.<br />Etymology: Unknown. After Kretschmer Glotta 31, 250 from the place Qarbana (= Herakleion) in Egypt. Hommel Philol. 98, 132ff.: <b class="b3">καρβάν</b> = Hebr. identical with newtest. <b class="b3">κορβάν</b>, prop. <b class="b2">sacr. gift</b>, which became a surname for Phoenician merchants; hardly convincing, s. E. Masson, Emprunts sémit. 107. Perh. there is a relation with the name of the east-wind in Cyrene <b class="b3">Κάρβας</b>; Arist. Vent. 973b has: <b class="b3">ἀπὸ τῶν Καρβανῶν τῶν κατὰ Φοινίκην</b>. Phoen. acc. to Thphr. Vent. 62. Neumann, Heth. u. luw. Sprachgut 92f. from Hitt. <b class="b2">kuriu̯ana-</b>independent. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 3 January 2019
German (Pape)
[Seite 1325] ᾶνος, ὁ, Arcad. p. 8, 10, = κάρβανος; nach den Alten von Κάρ, οἱ ἔχοντες Καρὸς βοήν, = βάρβαρος, ausländisch; Aesch. αὐδά, Suppl. 122, χείρ, Ag. 1031; κάρβανος ὢν δ' Ἕλλησιν ἐγχλίεις ἄγαν Suppl. 914; Lycophr. 605. 1387.
French (Bailly abrégé)
ᾶνος (ὁ, ἡ)
c. κάρβανος.
Greek Monolingual
καρβάν, -ᾱνος, ὁ, ἡ (Α)
κάρβανος, βαρβαρικός, ξενικός («καρβᾱνα δ' αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῑς;» — τη βάρβαρη φωνή μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. < αιγυπτ. τοπωνύμιο Qarvana. Κατ' άλλους, πρόκειται για εβρ. λ. (σημ. «προσφορά»), που οι Φοίνικες έμποροι χρησιμοποίησαν ως σκωπτικό παρατσούκλι και από τους οποίους οι Έλληνες τήν πήραν με σημασία «βαρβαρικός». Αν η άποψη αυτή ευσταθεί, τότε η Ελληνική δανείστηκε την ίδια εβρ. λ. και για δεύτερη φορά, στην ΚΔ, με την πραγματική της σημ. «προσφορά» και τη μορφή κορβάν].
Russian (Dvoretsky)
καρβάν: ᾶνος ὁ Aesch. = κάρβανος II.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρβάν -ᾶνος en κάρβανος -ον vreemd, buitenlands:. καρβᾶνα αὐδάν buitenlandse spraak Aeschl. Suppl. 118.
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: outlandish, foreign;
Other forms: acc. -ᾶνα (A. Supp. 129 [lyr.], H.), κάρβανος (A., Lyc.)
Derivatives: καρβάζειν, καρβαΐζειν, καρβανίζειν = βαρβαρίζειν H.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.
Etymology: Unknown. After Kretschmer Glotta 31, 250 from the place Qarbana (= Herakleion) in Egypt. Hommel Philol. 98, 132ff.: καρβάν = Hebr. identical with newtest. κορβάν, prop. sacr. gift, which became a surname for Phoenician merchants; hardly convincing, s. E. Masson, Emprunts sémit. 107. Perh. there is a relation with the name of the east-wind in Cyrene Κάρβας; Arist. Vent. 973b has: ἀπὸ τῶν Καρβανῶν τῶν κατὰ Φοινίκην. Phoen. acc. to Thphr. Vent. 62. Neumann, Heth. u. luw. Sprachgut 92f. from Hitt. kuriu̯ana-independent.