λείμαξ: Difference between revisions
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(22) |
(2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[λείμαξ]], -ακος)<br />γαστερόποδο πνευμονοφόρο χερσόβιο [[μαλάκιο]], ο [[γυμνοσάλιαγκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λείμ</i>-<i>αξ</i> εμφανίζει θ. <i>λειμ</i>-, που ανάγεται στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>lei</i>-<i>m</i>- της ΙΕ ρίζας <i>lei</i>- «[[βλεννώδης]]» και [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σκύλ</i>-<i>αξ</i>). Η λ. αντιστοιχεί ακριβώς με το ρωσ. <i>slimak</i> «[[λείμαξ]]» και συνδέεται με αγγλοσαξ. <i>slim</i> «[[βλέννα]], [[σάλιο]]». Παραμένει αβέβαιο αν το λατ. <i>limax</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από την ελλ. ή αν συμβαίνει το αντίστροφο].———————— <b>(II)</b><br />η (Α λεῑμαξ, -ακος)<br />[[λιβάδι]], [[λειμώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[λειμών]], που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πῖδαξ]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[λείμαξ]], -ακος)<br />γαστερόποδο πνευμονοφόρο χερσόβιο [[μαλάκιο]], ο [[γυμνοσάλιαγκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λείμ</i>-<i>αξ</i> εμφανίζει θ. <i>λειμ</i>-, που ανάγεται στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>lei</i>-<i>m</i>- της ΙΕ ρίζας <i>lei</i>- «[[βλεννώδης]]» και [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σκύλ</i>-<i>αξ</i>). Η λ. αντιστοιχεί ακριβώς με το ρωσ. <i>slimak</i> «[[λείμαξ]]» και συνδέεται με αγγλοσαξ. <i>slim</i> «[[βλέννα]], [[σάλιο]]». Παραμένει αβέβαιο αν το λατ. <i>limax</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από την ελλ. ή αν συμβαίνει το αντίστροφο].———————— <b>(II)</b><br />η (Α λεῑμαξ, -ακος)<br />[[λιβάδι]], [[λειμώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[λειμών]], που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πῖδαξ]])]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-ακος<br />Grammatical information: ?<br />Meaning: [[snail]], only H. s. <b class="b3">λείμακες</b> (cf. <b class="b3">λειμών</b>): <b class="b3">ἕστι δε καὶ ζῶον ὅμοιον κοχλίᾳ</b>, <b class="b3">ὅ καλοῦσι λείμακα</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: With Lat. [[līmāx]] (Plaut.) <b class="b2">id.</b> identical (prob Greek LW [loanword]), but also with Slav., e. g. Russ. <b class="b2">slimák</b> [[snake]], so an <b class="b2">āk-</b>derivative of the <b class="b2">m-</b>stem in Germ. (OHG, OE, OWNo.) [[slīm]] [[slime]]; further Bq, WP. 2, 390, Pok. 663, W. -Hofmann s. [[līmāx]], Vasmer s. <b class="b2">slimák</b>. But had IE a suffix <b class="b2">-eh₂k-</b>? | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 3 January 2019
German (Pape)
[Seite 23] ακος, ὁ u. ἡ, die nackte Schnecke ohne Haus.
Greek Monolingual
(I)
η (Α λείμαξ, -ακος)
γαστερόποδο πνευμονοφόρο χερσόβιο μαλάκιο, ο γυμνοσάλιαγκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λείμ-αξ εμφανίζει θ. λειμ-, που ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή lei-m- της ΙΕ ρίζας lei- «βλεννώδης» και επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σκύλ-αξ). Η λ. αντιστοιχεί ακριβώς με το ρωσ. slimak «λείμαξ» και συνδέεται με αγγλοσαξ. slim «βλέννα, σάλιο». Παραμένει αβέβαιο αν το λατ. limax είναι δάνειο από την ελλ. ή αν συμβαίνει το αντίστροφο].———————— (II)
η (Α λεῑμαξ, -ακος)
λιβάδι, λειμώνας
αρχ.
κήπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λειμών, που εμφανίζει επίθημα -αξ (πρβλ. πῖδαξ)].
Frisk Etymological English
-ακος
Grammatical information: ?
Meaning: snail, only H. s. λείμακες (cf. λειμών): ἕστι δε καὶ ζῶον ὅμοιον κοχλίᾳ, ὅ καλοῦσι λείμακα.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With Lat. līmāx (Plaut.) id. identical (prob Greek LW [loanword]), but also with Slav., e. g. Russ. slimák snake, so an āk-derivative of the m-stem in Germ. (OHG, OE, OWNo.) slīm slime; further Bq, WP. 2, 390, Pok. 663, W. -Hofmann s. līmāx, Vasmer s. slimák. But had IE a suffix -eh₂k-?