μνάομαι: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(3)
(2)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μνάομαι:''' <b class="num">I</b> эп. (= μιμνήσκομαι)<br /><b class="num">1)</b> думать, помышлять (ὀλοοῖο φόβοιο, [[φύγαδε]], περὶ πομπῆς Hom.);<br /><b class="num">2)</b> вспоминать (πατρίδος αἴης Hom.): ὅς τέ μοι [[ὕπνον]] ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδὴν μνωομένῳ Hom. воспоминание о чем не дает мне ни спать, ни есть.<br /><b class="num">II</b> (только praes. и impf.)<br /><b class="num">1)</b> (тж. μ. ἐαυτῷ Plut.) стремиться, домогаться, добиваться ([[ἀρχήν]], βασιληῒην Her.; πόλεμον Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (тж. μ. γάμον Luc.) добиваться руки, свататься ([[μνάασθαι]] ἄκοιτιν Hom.).
|elrutext='''μνάομαι:''' <b class="num">I</b> эп. (= μιμνήσκομαι)<br /><b class="num">1)</b> думать, помышлять (ὀλοοῖο φόβοιο, [[φύγαδε]], περὶ πομπῆς Hom.);<br /><b class="num">2)</b> вспоминать (πατρίδος αἴης Hom.): ὅς τέ μοι [[ὕπνον]] ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδὴν μνωομένῳ Hom. воспоминание о чем не дает мне ни спать, ни есть.<br /><b class="num">II</b> (только praes. и impf.)<br /><b class="num">1)</b> (тж. μ. ἐαυτῷ Plut.) стремиться, домогаться, добиваться ([[ἀρχήν]], βασιληῒην Her.; πόλεμον Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (тж. μ. γάμον Luc.) добиваться руки, свататься ([[μνάασθαι]] ἄκοιτιν Hom.).
}}
{{etym
|etymtx=Meaning: <b class="b2">remember, think of, ponder</b>, also <b class="b2">woo (a woman), court</b><br />See also: s. [[μιμνήσκω]].
}}
}}

Revision as of 05:00, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνάομαι Medium diacritics: μνάομαι Low diacritics: μνάομαι Capitals: ΜΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: mnáomai Transliteration B: mnaomai Transliteration C: mnaomai Beta Code: mna/omai

English (LSJ)

contr. μνῶμαι, used by Hom. sts. (only in Od.) in the contr. forms μνᾶται, μνώμεθα, μνῶνται, μνάσθω, μνᾶσθαι, μνώμενος; cf. impf.

   A μνᾶτο Hes.Fr.96.1: sts. in these contr. forms lengthd. again, as 2sg. pres. μνάᾳ, inf. μνάασθαι [μνᾱ-], part. μνωόμενος; Ion. μνώμενος Hdt.1.96 (v.l. μνεώμενος), 205: 3pl. impf. μνώοντο, Hom. (v. infr.); imper. μνώεο A.R.1.896, al.; opt. μνώοιο Max.74; Ion. impf. μνάσκετο Od.20.290: only pres. and impf., exc. aor. μνήσατο (in signf. 11.1) Eup.413.    I to be mindful of, c. gen., οὐ πολέμοιο ἐμνώοντο Il.2.686; μνώοντ' ὀλοοῖο φόβοιο 11.71; μνωόμενος προτέρης ἁρπακτύος Call.Ap.95: abs., μνωομένῳ when I remember him, Od.4.106, cf. 15.400; also, turn one's mind to a thing, φύγαδε μνώοντο ἕκαστος Il.16.697.    II woo for one's bride, court (not in Il.), c. acc., μήτ' αὐτὸν κτείνειν μήτε μνάασθαι ἄκοιτιν, of Aegisthus, Od. 1.39; τὴν πάντες μνώοντο 11.287: with no acc. expressed, 16.77, 19.529.    2 after Hom., sue for, solicit a favour, office, etc., μνώμενος ἀρχήν Hdt.1.96; μνώμενον βασιληίην ib.205; φιλοτιμίαν μνώμενοι ἢ στάσιν Pi.Fr.210; εὔνοιαν ἑαυτῷ παρὰ τῶν στρατιωτῶν μ. Hdn.7.9.11; πᾶσαν ἑαυτῷ πόλιν πατρίδα μ. Hld.3.14.—Ep., Ion., and late Prose; once in Com. (v. supr.). (For signf. 1 cf. μιμνήσκω; in signf. 11 perh. from μνᾱ- = βνᾱ-, i. e. g[uglide]nā-, cf. γυνή.)

German (Pape)

[Seite 193] 1) sich erinnern, gedenken; οὐδ' ἕτεροι μνώοντ' ὀλοοῖο φόβοιο, Il. 11, 71 u. öfter; vgl. die übrigen tempp. unter μιμνήσκομαι. – 2) freien, werben; absolut, Od. 16, 77. 19, 529; c. acc., γυναῖκα, zum Weibe begehren, um ein Weib freien, oft in der Od.; auch buhlen, ein Weib zu verführen suchen, 1, 39 (in der Il. kommt das Wort nicht vor); μνάσκετο = ἐμνᾶτο, 20, 390; einzeln bei Sp., vgl. Luc. Soloec. 9. – 3) übh. Etwas begehren, wonach trachten, sich um eine Würde bewerben, nach einer Herrschaft trachten; μνεώμενος ἀρχήν, Her. 1, 46, μνώμενος βασιληΐην, 1, 205; Sp., μνᾶσθαι ἀρχήν, Hdn. 2, 7, 11, εὔνοιαν ἑαυτῷ παρὰ τῶν στρατιωτῶν μνώμενος, 7, 9, 24.

Greek (Liddell-Scott)

μνάομαι: συνῃρ. μνῶμαι· ἀποθ., ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ἐνίοτε ἐν τοῖς συνῃρ. τύποις μνᾶται, μνώμεθα, μνῶνται, μνάσθω, μνᾶσθαι, μνώμενος· ἐνίοτε οἱ συνῃρ. οὗτοι τύποι ἐκ νέου μηκύνονται, οἷον β΄ ἑνικ. ἐνεστ. μνάᾳ, ἀπαρ. μνάασθαι [μνᾱ-], μετοχ. μνωόμενος, Ἰων. μνεώμενος Ἡρόδ. 1. 96, ἀλλὰ μνώμενος παρὰ τῷ αὐτῷ 1. 205· γ΄ πληθ. παρατ. μνώοντο, Ὅμ.· προστ. μνώεο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 869, κ. ἀλλ.· εὐκτ. μνώοιο Μάξ. π. καταρχ. 74· ὡσαύτως Ἰων. παρατ. μνάσκετο Ὀδ. Υ. 290· - ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· (ἴδε ἐν τέλ.). Ι. ἐν τῇ Ἰλ., ὡς τὸ μιμνήσκομαι, σκέπτομαι περί τινος, μετὰ γεν., οὐ πολέμοιο... μνώοντο Β. 686· μνώοντ’ ὀλοοῖο φόβοιο Λ. 71., Π. 771· ἀπολ., μνωομένῳ, ὅταν ἐνθυμῶμαι αὐτόν, Δ. 106., Ο. 339· - ὡσαύτως, στρέφω τὴν προσοχὴν ἢ τὴν διάνοιάν μου πρός τι, φύγαδε μνώοντο ἕκαστος Π. 697. ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ., ζητῶ νὰ κερδήσω γυναικός τινος τὴν ἀγάπην, ζητῶ τινα εἰς γυναῖκα, μετ’ αἰτ., μήτ’ αὐτὸν κτείνειν μήτε μνάασθαι ἄκοιτιν ἐπὶ τοῦ Αἰγίσθου, Ὀδ. Α. 39· τὴν πάντες μνώοντο Λ. 287· ἐνίοτε ἄνευ αἰτιατικῆς τινος ῥητῶς ἐκφραζομένης, ὡς Π. 77., Τ. 529. 2) μεθ’ Ὅμ., προσπαθῶ νὰ κερδήσω, νὰ καταλάβω, νὰ ἐπιτύχω εὐνοίας, ἀξιώματος, κτλ., ὡς τὸ Λατ. ambire, μνεώμενος ἀρχὴν Ἡρόδ. 1. 96· μνώμενος βασιληίην ὁ αὐτ. ἐν 1. 205· φιλοτιμίαν μνώμενοι ἢ στάσιν Πινδ. Ἀποσπάσ. 229· εὔνοιαν παρά τινος μν. Ἡρῳδιαν. 7. 9· πᾶσαν ἑαυτῷ πόλιν πατρίδα μν. Ἡλιόδ. 3. 14· - Ρῆμα Ἐπικ. καὶ Ἰων., ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς (ἀλλὰ πρβλ. προμνάομαι)· ὁ Εὔπολις λέγεται ὅτι μετεχειρίσθη τὸν ἀόρ. ἐμνήσατο, Φώτ. 273. 4. Ἴδε τὴν √ ΜΑ ἐν τέλει τοῦ μάω). Ἐντεῦθεν μνηστήρ, μνηστεύω, κτλ., καὶ μιμνήσκομαι· ἀλλὰ βαθμηδὸν τὰ δύο ῥήματα μιμνήσκομαι καὶ μνάομαι περιωρίσθησαν ἑκάτερον εἰς ἰδιαιτέραν σημασίαν). Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
prés. μνάομαι -ῶμαι, impf. ἐμναόμην-ώμην, f. μνήσομαι, ao. ἐμνησάμην, pf. μέμνημαι commun avec μιμνῄσκομαι;
penser à :
I. 1 penser à, s’occuper de : περί τινος, de qch;
2 se souvenir de, gén.;
II. seul. au prés., à l’impf., à l’impf. itér. désirer, particul.
1 désirer comme femme, rechercher en mariage, acc. ; μνᾶσθαι γάμον LUC rechercher en mariage;
2 désirer, convoiter, ambitionner, rechercher en gén., acc..
Étymologie: R. Μνα, penser ; cf. R. Μεν de μένος et Μνη de μιμνῄσκω.

English (Autenrieth)

(1): see μιμνήσκω.
(2), 2 sing. μνάᾷ, μνῶνται, inf. μνάασθαι, μνᾶσθαι, part. μνώμενος, ipf. μνώμεθα, μνώοντο, iter. μνάσκετο: woo, court, win by wooing; γυναι<<><>>κα, ἄκοιτιν, δάμαρτα, Od. 24.125; abs., Od. 16.77, Od. 19.529.

English (Slater)

μνάομαι
   1 court met. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (sc. χαλεπώτατοί εἰσι: sed haec non sunt Pindaro tribuenda, iudice Wil.) fr. 210.

English (Strong)

middle voice of a derivative of μένω or perhaps of the base of μασσάομαι (through the idea of fixture in the mind or of mental grasp); to bear in mind, i.e. recollect; by implication, to reward or punish: be mindful, remember, come (have) in remembrance. Compare μιμνήσκω.

Greek Monotonic

μνάομαι: (μνᾶ), συνηρ. μνῶμαι, αποθ.· Επικ. τύποι, βʹ ενικ. ενεστ. μνάᾳ, απαρ. μνάασθαι, μτχ. μνωόμενος, γʹ πληθ. παρατ. μνώοντο, Ιων. γʹ ενικ. προστ. μνάσκετο, μόνο σε ενεστ. και παρατ.·
I. όπως το μιμνήσκομαι, έχω στο νου μου κάποιον ή κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· στρέφω την προσοχή μου σε κάτι, φύγαδε μνώοντο, στο ίδ.
II. 1. επιθυμώ να κερδίσω τη γυναίκα κάποιου, φλερτάρω, με αιτ. προσ., σε Ομήρ. Οδ.
2. επιδιώκω, επιζητώ χάρη ή αξίωμα, Λατ. ambire, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μνάομαι: I эп. (= μιμνήσκομαι)
1) думать, помышлять (ὀλοοῖο φόβοιο, φύγαδε, περὶ πομπῆς Hom.);
2) вспоминать (πατρίδος αἴης Hom.): ὅς τέ μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδὴν μνωομένῳ Hom. воспоминание о чем не дает мне ни спать, ни есть.
II (только praes. и impf.)
1) (тж. μ. ἐαυτῷ Plut.) стремиться, домогаться, добиваться (ἀρχήν, βασιληῒην Her.; πόλεμον Plut.);
2) (тж. μ. γάμον Luc.) добиваться руки, свататься (μνάασθαι ἄκοιτιν Hom.).

Frisk Etymological English

Meaning: remember, think of, ponder, also woo (a woman), court
See also: s. μιμνήσκω.