αἰσθητήριον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
(1)
m (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''αἰσθητήριον:''' τό<b class="num">1)</b> филос. (лат. [[sensorium]]) орган чувств, чувствилище Plat., Arst., Sext.;<br /><b class="num">2)</b> чувство, способность (τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα πρός τι NT).
|elrutext='''αἰσθητήριον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> филос. (лат. [[sensorium]]) орган чувств, чувствилище Plat., Arst., Sext.;<br /><b class="num">2)</b> чувство, способность (τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα πρός τι NT).
}}
}}

Revision as of 20:49, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσθητήριον Medium diacritics: αἰσθητήριον Low diacritics: αισθητήριον Capitals: ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: aisthētḗrion Transliteration B: aisthētērion Transliteration C: aisthitirion Beta Code: ai)sqhth/rion

English (LSJ)

τό,

   A organ of sense, Hp. Vict.4.86, Arist.de An.421b32, etc.; τὰ αἰ., opp. ἡ διάνοια, Epicur. Ep.1p.12U.; ἐπὰν ᾖ καθαρὰ τᾀσθητήρια Macho 2; τὰ αἰ. the faculties, LXX 4 Ma.2.22, cf. Ep.Heb.5.14.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσθητήριον: τό, ὄργανον αἰσθήσεως, Ἱππ. 375, 44, Ἀριστ. περὶ ψυχῆς 2. 9, 12., 2. 10, 4· ἐπὰν ᾖ καθαρὰ τᾀσθητήρια, Μάχων ἐν «Ἐπιστολῇ» 1. 5· τὰ αἰσθ. = αἱ δυνάμεις πρὸς αἴσθησιν, Ἑβδ., Πρὸς Ἑβρ. ε΄, 14.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
organe de la sensation, sens.
Étymologie: αἰσθάνομαι.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 órgano de los sentidos τὸ ὀσφραντικὸν αἰ. Arist.de An.421b32, τῆς ... αἰσθητικῆς δυνάμεως αἰσθητήρια μέν ἐστι τὰ τοῦ σώματος ὄργανα Ptol.Iudic.5.19
plu. τὰ αἰσθητήρια los sentidos ἀναστομοῖ τάχιστα ταἰσθητήρια ref. al gusto, Diph.18.6, ἐπὰν ᾖ καθαρὰ τᾀσθητήρια οὐκ ἂν διαμάρτοις Macho 471, τὸ ὅμοιον τοῖς αἰσθητερίοις καὶ ἐπὶ τῶν τεχνῶν συντέτευχεν Chrysipp.Stoic.2.101
op. διάνοια: λάβωμεν φαντασίαν ἐπιβλητικῶς τῇ διανοίᾳ ἢ τοῖς αἰσθητηρίοις Epicur.Ep.[2] 50, cf. Phld.D.3.15.6, τὴν διάνοιάν μου ἐρρωμένην ἔχων καὶ ἀκεραίαν, τὰ αἰ<σ>θητήρια ἀβλαβής POxy.2283.8 (VI d.C.), πέντε μέν εἰσιν τὰ αἰσθητήρια Plu.2.903b, ὑπνηλοῦ θανάτου τοῖς αἰσθητηρίοις ἐντρέχοντος Philostr.Im.2.6.4.
2 facultad intelectual, mental τὸν ἱερὸν ἡγεμόνα νοῦν διὰ τῶν αἰσθητηρίων ἐνεθρόνισεν LXX 4Ma.2.22, τῶν διὰ τὴν ἕξιν τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ Ep.Hebr.5.14, cf. Clem.Al.Strom.7.16.93, τὸν ἄνδρα ... ἄρτιον ὄντα ἐν ταῖς συνουσίαις καὶ πᾶσι τοῖς αἰσθητηρίοις Luc.Macr.22
órgano espiritual ὁ τῆς ψυχῆς τὰ αἰσητήρια κεκαθαρισμένος Eus.M.23.325C.

English (Abbott-Smith)

αἰσθητήριον, -ου, τό (< αἰσθάνομαι), [in LXX: Je 4:19 (קִיר), IV Mac 2:22 * ;]
sense, organ of perception: He 5:14 (MM, VGT, s.v.). †

English (Strong)

from a derivative of αἰσθάνομαι; properly, an organ of perception, i.e. (figuratively) judgment: senses.

English (Thayer)

τό, an organ of perception; external sense, (Hippocrates); Plato, Ax. 366a.; Aristotle, polit, 4,3, 9, others; faculty of the mind for perceiving, understanding, judging, αἰσθητήριον τῆς καρδίας, τά ἔνδον αἰσθητήρια).

Greek Monotonic

αἰσθητήριον: τό (αἰσθάνομαι), όργανο αίσθησης, σε Αριστ. κ.λπ.· τὰ αἰσθητήρια, αισθήσεις, ικανότητες αίσθησης, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

αἰσθητήριον: τό
1) филос. (лат. sensorium) орган чувств, чувствилище Plat., Arst., Sext.;
2) чувство, способность (τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα πρός τι NT).