αὐτοβοεί: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(1b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτοβοεί''': Ἐπίρρ. «[[παραχρῆμα]] συντελεσθῆναι ἐν πολεμικοῖς ἔργοις, [[οἷον]] [[ταχέως]] καὶ ἅμα τῷ πολεμικῷ ἀλαλαγμῷ. οὕτω Θουκυδιδης. παρὰ Θεοπόμπῳ δὲ ἀντὶ τοῦ κατὰ [[κράτος]]» (Α. Β. 214. 32) | |lstext='''αὐτοβοεί''': Ἐπίρρ. «[[παραχρῆμα]] συντελεσθῆναι ἐν πολεμικοῖς ἔργοις, [[οἷον]] [[ταχέως]] καὶ ἅμα τῷ πολεμικῷ ἀλαλαγμῷ. οὕτω Θουκυδιδης. παρὰ Θεοπόμπῳ δὲ ἀντὶ τοῦ κατὰ [[κράτος]]» (Α. Β. 214. 32)· Ἀμπρακίαν μέντοι [[οἶδα]] ὅτι, εἰ ἐβουλήθησαν Ἀκαρνᾶνες καὶ Ἀμφίλοχοι Ἀθηναίοις .. πειθόμενοι ἐξελεῖν, αὐτοβοεὶ ἂν εἷλον Θουκ. 3. 133., 2. 82., 8. 62, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:32, 6 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A by a mere shout, at the first shout, αὐ. ἑλεῖν take without a blow, Th.2.81, 3.113, 8.62, etc.; αὐ. λαβεῖν κλέπτοντα, = ἐπ' αὐτοφώρῳ, AB 465.
German (Pape)
[Seite 396] beim ersten Kriegsgeschrei, auf der Stelle (E. M. παραχρῆμα), πόλιν ἑλεἰν, χειροῦσθαι, Thuc. 2, 81. 3, 113. 8, 62 u. Sp., z. B. Luc. Gymnas. 33; αὐτοβοεὶ λαβεῖν κλέπτοντα, auf frischer That den Dieb ertappen, B. A. 465.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοβοεί: Ἐπίρρ. «παραχρῆμα συντελεσθῆναι ἐν πολεμικοῖς ἔργοις, οἷον ταχέως καὶ ἅμα τῷ πολεμικῷ ἀλαλαγμῷ. οὕτω Θουκυδιδης. παρὰ Θεοπόμπῳ δὲ ἀντὶ τοῦ κατὰ κράτος» (Α. Β. 214. 32)· Ἀμπρακίαν μέντοι οἶδα ὅτι, εἰ ἐβουλήθησαν Ἀκαρνᾶνες καὶ Ἀμφίλοχοι Ἀθηναίοις .. πειθόμενοι ἐξελεῖν, αὐτοβοεὶ ἂν εἷλον Θουκ. 3. 133., 2. 82., 8. 62, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
au premier cri ; au premier assaut.
Étymologie: αὐτός, βοή.
Spanish (DGE)
adv.
1 al primer grito, al primer asalto αὐ. ἑλεῖν tomar al primer asalto e.d. sin derramamiento de sangre Th.2.81, 3.111, 8.62, αὐ. νικήσαντες Lesb.Rh.3.10, αὐ. ἀναρπάσασθαι τὴν πόλιν Hld.4.21.3.
2 a la fuerza Theopomp.Hist.309.
3 inmediatamente glosado como παραχρῆμα en Moer.35, πρὸς τὴν δίωξιν αὐ. ... ἐπαφῆκεν Hld.4.21.3.
Greek Monolingual
αὐτοβοεί επίρρ. (Α)
1. με την πρώτη πολεμική κραυγή («αὐτοβοεὶ ἑλεῑν»)
2. φρ. «αὐτοβοεὶ λαβεῑν κλέπτοντα» — επ' αυτοφώρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + βοή, με επιρρ. κατάλ. -εί (πρβλ. αθεεί, ασπουδεί, αυτοετεί, αυτολεξεί κ.ά.)].
Greek Monotonic
αὐτοβοεί: (βοή), επίρρ., με μια μόνο φωνή, στην πρώτη φωνή, αὐτοβοεὶ ἑλεῖν, κυριεύω χωρίς χτύπημα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοβοεί: adv.
1) при первом же боевом кличе, с первого же удара (πόλιν ἑλεῖν Thuc.);
2) на месте преступления (τινα ἑλεῖν или λαβεῖν Luc.).