θεάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεάζω''': εἶμαι [[θεῖος]], θείας φύσεως, Δημόκρ. παρὰ Διον. Β. Ὁμ.˙ - [[προφητεύω]], Βυζ.
|lstext='''θεάζω''': εἶμαι [[θεῖος]], θείας φύσεως, Δημόκρ. παρὰ Διον. Β. Ὁμ.· - [[προφητεύω]], Βυζ.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεάζω Medium diacritics: θεάζω Low diacritics: θεάζω Capitals: ΘΕΑΖΩ
Transliteration A: theázō Transliteration B: theazō Transliteration C: theazo Beta Code: qea/zw

English (LSJ)

   A to be divine, Democr.21.

German (Pape)

[Seite 1190] ein Gott sein, auch = θειάζω, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεάζω: εἶμαι θεῖος, θείας φύσεως, Δημόκρ. παρὰ Διον. Β. Ὁμ.· - προφητεύω, Βυζ.

Greek Monolingual

θεάζω (Α) θεός
είμαι θείος, έχω θεία φύση, είμαι από το γένος τών θεών.

Russian (Dvoretsky)

θεάζω: обладать божественной природой Democr.