λίγδος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(23)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λίγδος''': ὁ, = [[θυεία]], [[ἰγδίον]], «γουδί», Νικ. Θ. 589, 618, ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 33, καὶ [[ἴγδις]]. ΙΙ. [[τύπος]] ἐκ πηλοῦ, [[χοάνη]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 189. Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1926. 52. ΙΙΙ. στάκτη, «ἀλυσίβα ἢ κατασταλαγὴ» ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος, Λατ. lixivium, Εὐστ. [[αὐτόθι]], πρβλ. 1229. 27˙ παρ’ Ἡσυχ. [[λίγδα]], ἡ, [[ὅπερ]] ἴδε.
|lstext='''λίγδος''': ὁ, = [[θυεία]], [[ἰγδίον]], «γουδί», Νικ. Θ. 589, 618, ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 33, καὶ [[ἴγδις]]. ΙΙ. [[τύπος]] ἐκ πηλοῦ, [[χοάνη]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 189. Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1926. 52. ΙΙΙ. στάκτη, «ἀλυσίβα ἢ κατασταλαγὴ» ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος, Λατ. lixivium, Εὐστ. [[αὐτόθι]], πρβλ. 1229. 27· παρ’ Ἡσυχ. [[λίγδα]], ἡ, [[ὅπερ]] ἴδε.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίγδος Medium diacritics: λίγδος Low diacritics: λίγδος Capitals: ΛΙΓΔΟΣ
Transliteration A: lígdos Transliteration B: ligdos Transliteration C: ligdos Beta Code: li/gdos

English (LSJ)

ὁ,

   A = θυεία, mortar, Nic.Th.589, 618, cf. S.Fr.35, and ἴγδις.    II clay mould, Poll.10.189, Ael.Dion.Fr.249.    III lye, used as soap, Eust.1229.27: so in Hsch., λίγδα· ἡ ἀκόνη, καὶ ἡ κονία.

German (Pape)

[Seite 43] ὁ, auch λίγδα, vgl. ἴγδη, Mörser, Reibstein, Nic. Th. 689. 618. – Durchschlag u. eine durchlöcherte Form der Metallgießer u. Töpfer, VLL. – Auch eine durchlöcherte Thonform, in welche das wächserne Modell gesetzt wird, nach welchem eine hohle Statue von Erz gegossen werden soll, Poll. 10, 189; Eust. 1926, 53.

Greek (Liddell-Scott)

λίγδος: ὁ, = θυεία, ἰγδίον, «γουδί», Νικ. Θ. 589, 618, ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 33, καὶ ἴγδις. ΙΙ. τύπος ἐκ πηλοῦ, χοάνη, Πολυδ. Ι΄, 189. Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1926. 52. ΙΙΙ. στάκτη, «ἀλυσίβα ἢ κατασταλαγὴ» ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος, Λατ. lixivium, Εὐστ. αὐτόθι, πρβλ. 1229. 27· παρ’ Ἡσυχ. λίγδα, ἡ, ὅπερ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
mortier à piler.
Étymologie: λίζω.

Greek Monolingual

λίγδος, ὁ (Α)
1. γουδί
2. καλούπι από πηλό
3. στακτή κονία, αλισίβα που χρησιμοποιούνταν αντί για σαπούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λίγδην.