ακρο-: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /><b>Γλωσσ.</b><br />α' συνθετικό πλήθους συνθέτων της Ελληνικής, αρχαίας και [[νέας]], προερχόμενο από το επίθ. [[ἄκρος]] ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους του επιθέτου [[ἄκρα]], η και [[ἄκρον]], το. Τα [[σύνθετα]] της κατηγορίας αυτής (<i>ακρο</i>- Ι) σημαίνουν γενικά «τον σχετιζόμενο με την [[άκρη]], το [[άκρο]] ή τα [[άκρα]]» στις ποικίλες σημασίες της λ. ([[απόληξη]], [[κορυφή]], το [[σημείο]] όπου τελειώνει ή αρχίζει [[κάτι]] <b>κ.λπ.</b>)<br />[[έτσι]] η βασική [[σημασία]] τών συνθέτων αυτών [[είναι]] κυριολεκτικά ή μεταφορικά τοπική. Περαιτέρω η [[σημασία]] τών συνθέτων του <i>ἄκρο</i>- (Ι) επιμερίζεται, ανάλογα με τον τύπο τών συνθέτων, στις [[εξής]] ειδικότερες σημασίες: α) «αυτός που βρίσκεται, κείται, τοποθετείται στην [[άκρη]]» ([[καθαρά]] τοπική [[σημασία]])<br /><i>ακρόπολις</i>, [[ακρέσπερος]], <i>ακρανθής</i>, [[ακρελεφάντινος]], [[ακρογένειος]] <b>κ.τ.ό.</b><br />β) «η [[άκρη]] του (δηλουμένου από το β' συνθετικό)»<br /><i>ακραξόνιο</i>, [[ακραίχμιο]], [[ακροθαλασσιά]], [[ακροδένω]] <b>κ.τ.ό.</b><br />γ) «αυτός που έχει ή [[είναι]] (ό,τι δηλώνει το β' συνθετικό) [[κατά]] το [[άκρο]], στην [[άκρη]] του»<br />[[ακρόπηλος]], <i>ακροβαρής</i>, [[ακροβελής]] <b>κ.τ.ό.</b>———————— <b>(II)</b><br /><b>Γλωσσ.</b><br />α' συνθετικό αρκετών συνθέτων της αρχαίας, με [[μεγάλη]] [[επίδοση]] σε [[σύνθετα]] της μεσαιωνικής και της [[νέας]] Ελληνικής. Δηλώνει [[μίκρυνση]], υποκορισμό. Η [[σημασία]] του «λίγο, [[μόλις]]» στα [[σύνθετα]] του <i>ακρο</i>- (II) ξεκίνησε από τις τοπικές οριακές καταστάσεις που μπορούσε να δηλώνει η [[έννοια]] «του άκρου, της άκρης, του ευρισκόμενου στην [[άκρη]]» (<i>ακρο</i>- Ι). Συγκεκριμένα, [[σύνθετα]] του τύπου [[ακροσαπής]], [[ακρόπαστος]], [[ακροβαφής]] <b>κ.τ.ό.</b> μπορούσαν να σημαίνουν αντιστοίχως τον σαπισμένο, αλειμμένο, βαμμένο ή βουτηγμένο «στην [[άκρη]] ή στην [[επιφάνεια]]», και περιοριστικά, «μόνο στην [[άκρη]] ή στην [[επιφάνεια]]», άρα «[[μόλις]], [[ελαφρά]], λίγο». Συχνά και με εναρκτική υποκοριστική [[σημασία]] «αυτός που [[μόλις]] άρχισε να...», άρα [[πάλι]] «[[μόλις]] λίγο». Η [[άκρη]] δηλ. θεωρήθηκε, όπως ήταν [[φυσικό]], ως το [[σημείο]] ενάρξεως μιας πράξεως ή καταστάσεως που προϋποθέτει, [[φυσικά]], περιορισμένη, μειωμένη [[έκταση]] ή [[ποσότητα]].———————— <b>(III)</b><br /><b>Γλωσσ.</b><br />α' συνθετικό περιορισμένου αριθμού συνθέτων της Ελληνικής με επιτατική [[σημασία]] «πολύ, υπερβολικά». Η οριακή τοπική [[σημασία]] της λ. [[άκρος]] ([[άκρα]], [[άκρον]] <b>βλ.</b> <i>ακρο</i>- Ι) ήταν εύκολο να εξελιχθεί και σε ποσοτική [[μεγέθυνση]], δηλ. σε επιτατική [[σημασία]]. Ό,τι υπερβαίνει την [[άκρη]] και τα [[άκρα]], το ακρότατο ή έσχατο [[σημείο]] γίνεται ακραίο, πολύ και υπερβολικό [[ακόμη]] (πρβλ. αρχ. [[ἀκροδίκαιος]] και νεώτερο [[ακροδεξιός]]). Οπωσδήποτε, για λόγους προφυλάξεως από ενδεχόμενη [[σύγχυση]] με την υποκοριστική [[σημασία]] (<i>ακρο</i>- II), η επιτατική [[σημασία]] τών συνθέτων του <i>ακρο</i>- εμφανίζεται σχετικά περιορισμένη. Τέτοια [[σύνθετα]] [[είναι]]: <b>αρχ.</b> <i>ἀκρόλευκος</i>, [[ἀκρόμαλλος]], [[ἀκρομέλας]], [[ἀκροπενθής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀκροδίκαιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκρόθερμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροαριστερός]], [[ακροδεξιός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br /><b>Γλωσσ.</b><br />α' συνθετικό πλήθους συνθέτων της Ελληνικής, αρχαίας και [[νέας]], προερχόμενο από το επίθ. [[ἄκρος]] ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους του επιθέτου [[ἄκρα]], η και [[ἄκρον]], το. Τα [[σύνθετα]] της κατηγορίας αυτής (<i>ακρο</i>- Ι) σημαίνουν γενικά «τον σχετιζόμενο με την [[άκρη]], το [[άκρο]] ή τα [[άκρα]]» στις ποικίλες σημασίες της λ. ([[απόληξη]], [[κορυφή]], το [[σημείο]] όπου τελειώνει ή αρχίζει [[κάτι]] <b>κ.λπ.</b>)<br />[[έτσι]] η βασική [[σημασία]] τών συνθέτων αυτών [[είναι]] κυριολεκτικά ή μεταφορικά τοπική. Περαιτέρω η [[σημασία]] τών συνθέτων του <i>ἄκρο</i>- (Ι) επιμερίζεται, ανάλογα με τον τύπο τών συνθέτων, στις [[εξής]] ειδικότερες σημασίες: α) «αυτός που βρίσκεται, κείται, τοποθετείται στην [[άκρη]]» ([[καθαρά]] τοπική [[σημασία]])<br /><i>ακρόπολις</i>, [[ακρέσπερος]], <i>ακρανθής</i>, [[ακρελεφάντινος]], [[ακρογένειος]] <b>κ.τ.ό.</b><br />β) «η [[άκρη]] του (δηλουμένου από το β' συνθετικό)»<br /><i>ακραξόνιο</i>, [[ακραίχμιο]], [[ακροθαλασσιά]], [[ακροδένω]] <b>κ.τ.ό.</b><br />γ) «αυτός που έχει ή [[είναι]] (ό,τι δηλώνει το β' συνθετικό) [[κατά]] το [[άκρο]], στην [[άκρη]] του»<br />[[ακρόπηλος]], <i>ακροβαρής</i>, [[ακροβελής]] <b>κ.τ.ό.</b><br /><b>(II)</b><br /><b>Γλωσσ.</b><br />α' συνθετικό αρκετών συνθέτων της αρχαίας, με [[μεγάλη]] [[επίδοση]] σε [[σύνθετα]] της μεσαιωνικής και της [[νέας]] Ελληνικής. Δηλώνει [[μίκρυνση]], υποκορισμό. Η [[σημασία]] του «λίγο, [[μόλις]]» στα [[σύνθετα]] του <i>ακρο</i>- (II) ξεκίνησε από τις τοπικές οριακές καταστάσεις που μπορούσε να δηλώνει η [[έννοια]] «του άκρου, της άκρης, του ευρισκόμενου στην [[άκρη]]» (<i>ακρο</i>- Ι). Συγκεκριμένα, [[σύνθετα]] του τύπου [[ακροσαπής]], [[ακρόπαστος]], [[ακροβαφής]] <b>κ.τ.ό.</b> μπορούσαν να σημαίνουν αντιστοίχως τον σαπισμένο, αλειμμένο, βαμμένο ή βουτηγμένο «στην [[άκρη]] ή στην [[επιφάνεια]]», και περιοριστικά, «μόνο στην [[άκρη]] ή στην [[επιφάνεια]]», άρα «[[μόλις]], [[ελαφρά]], λίγο». Συχνά και με εναρκτική υποκοριστική [[σημασία]] «αυτός που [[μόλις]] άρχισε να...», άρα [[πάλι]] «[[μόλις]] λίγο». Η [[άκρη]] δηλ. θεωρήθηκε, όπως ήταν [[φυσικό]], ως το [[σημείο]] ενάρξεως μιας πράξεως ή καταστάσεως που προϋποθέτει, [[φυσικά]], περιορισμένη, μειωμένη [[έκταση]] ή [[ποσότητα]].<br /><b>(III)</b><br /><b>Γλωσσ.</b><br />α' συνθετικό περιορισμένου αριθμού συνθέτων της Ελληνικής με επιτατική [[σημασία]] «πολύ, υπερβολικά». Η οριακή τοπική [[σημασία]] της λ. [[άκρος]] ([[άκρα]], [[άκρον]] <b>βλ.</b> <i>ακρο</i>- Ι) ήταν εύκολο να εξελιχθεί και σε ποσοτική [[μεγέθυνση]], δηλ. σε επιτατική [[σημασία]]. Ό,τι υπερβαίνει την [[άκρη]] και τα [[άκρα]], το ακρότατο ή έσχατο [[σημείο]] γίνεται ακραίο, πολύ και υπερβολικό [[ακόμη]] (πρβλ. αρχ. [[ἀκροδίκαιος]] και νεώτερο [[ακροδεξιός]]). Οπωσδήποτε, για λόγους προφυλάξεως από ενδεχόμενη [[σύγχυση]] με την υποκοριστική [[σημασία]] (<i>ακρο</i>- II), η επιτατική [[σημασία]] τών συνθέτων του <i>ακρο</i>- εμφανίζεται σχετικά περιορισμένη. Τέτοια [[σύνθετα]] [[είναι]]: <b>αρχ.</b> <i>ἀκρόλευκος</i>, [[ἀκρόμαλλος]], [[ἀκρομέλας]], [[ἀκροπενθής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀκροδίκαιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκρόθερμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροαριστερός]], [[ακροδεξιός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:44, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
Γλωσσ.
α' συνθετικό πλήθους συνθέτων της Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους του επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα της κατηγορίας αυτής (ακρο- Ι) σημαίνουν γενικά «τον σχετιζόμενο με την άκρη, το άκρο ή τα άκρα» στις ποικίλες σημασίες της λ. (απόληξη, κορυφή, το σημείο όπου τελειώνει ή αρχίζει κάτι κ.λπ.)
έτσι η βασική σημασία τών συνθέτων αυτών είναι κυριολεκτικά ή μεταφορικά τοπική. Περαιτέρω η σημασία τών συνθέτων του ἄκρο- (Ι) επιμερίζεται, ανάλογα με τον τύπο τών συνθέτων, στις εξής ειδικότερες σημασίες: α) «αυτός που βρίσκεται, κείται, τοποθετείται στην άκρη» (καθαρά τοπική σημασία)
ακρόπολις, ακρέσπερος, ακρανθής, ακρελεφάντινος, ακρογένειος κ.τ.ό.
β) «η άκρη του (δηλουμένου από το β' συνθετικό)»
ακραξόνιο, ακραίχμιο, ακροθαλασσιά, ακροδένω κ.τ.ό.
γ) «αυτός που έχει ή είναι (ό,τι δηλώνει το β' συνθετικό) κατά το άκρο, στην άκρη του»
ακρόπηλος, ακροβαρής, ακροβελής κ.τ.ό.
(II)
Γλωσσ.
α' συνθετικό αρκετών συνθέτων της αρχαίας, με μεγάλη επίδοση σε σύνθετα της μεσαιωνικής και της νέας Ελληνικής. Δηλώνει μίκρυνση, υποκορισμό. Η σημασία του «λίγο, μόλις» στα σύνθετα του ακρο- (II) ξεκίνησε από τις τοπικές οριακές καταστάσεις που μπορούσε να δηλώνει η έννοια «του άκρου, της άκρης, του ευρισκόμενου στην άκρη» (ακρο- Ι). Συγκεκριμένα, σύνθετα του τύπου ακροσαπής, ακρόπαστος, ακροβαφής κ.τ.ό. μπορούσαν να σημαίνουν αντιστοίχως τον σαπισμένο, αλειμμένο, βαμμένο ή βουτηγμένο «στην άκρη ή στην επιφάνεια», και περιοριστικά, «μόνο στην άκρη ή στην επιφάνεια», άρα «μόλις, ελαφρά, λίγο». Συχνά και με εναρκτική υποκοριστική σημασία «αυτός που μόλις άρχισε να...», άρα πάλι «μόλις λίγο». Η άκρη δηλ. θεωρήθηκε, όπως ήταν φυσικό, ως το σημείο ενάρξεως μιας πράξεως ή καταστάσεως που προϋποθέτει, φυσικά, περιορισμένη, μειωμένη έκταση ή ποσότητα.
(III)
Γλωσσ.
α' συνθετικό περιορισμένου αριθμού συνθέτων της Ελληνικής με επιτατική σημασία «πολύ, υπερβολικά». Η οριακή τοπική σημασία της λ. άκρος (άκρα, άκρον βλ. ακρο- Ι) ήταν εύκολο να εξελιχθεί και σε ποσοτική μεγέθυνση, δηλ. σε επιτατική σημασία. Ό,τι υπερβαίνει την άκρη και τα άκρα, το ακρότατο ή έσχατο σημείο γίνεται ακραίο, πολύ και υπερβολικό ακόμη (πρβλ. αρχ. ἀκροδίκαιος και νεώτερο ακροδεξιός). Οπωσδήποτε, για λόγους προφυλάξεως από ενδεχόμενη σύγχυση με την υποκοριστική σημασία (ακρο- II), η επιτατική σημασία τών συνθέτων του ακρο- εμφανίζεται σχετικά περιορισμένη. Τέτοια σύνθετα είναι: αρχ. ἀκρόλευκος, ἀκρόμαλλος, ἀκρομέλας, ἀκροπενθής
αρχ.-μσν.
ἀκροδίκαιος
μσν.
ἀκρόθερμος
νεοελλ.
ακροαριστερός, ακροδεξιός.