ερώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
(14)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM ἐρῶ, -άω, Α ιων. τ. [[ἐρέω]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(συν. το μέσ.) <i>ἐρῶμαι</i><br /><b>1.</b> [[αγαπώ]], [[ερωτεύομαι]] («ἠράσθη τὴν κόρην»)<br /><b>2.</b> (το αρσ. και θηλ. της μτχ. ως ουσ.) α) <i>ο [[ερωμένος]]<br />ο [[αγαπητικός]], ο [[εραστής]]<br />β) <i>η ερωμένη</i><br />(για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες σχέσεις) η αγαπητικιά<br /><b>μσν.</b><br />(και το μέσ.) [[ερώμαι]]<br />[[επιθυμώ]] («ἐν τῷ Εὐφράτη ποταμῷ ἠράσθη κατοικῆσαι», Διγεν. Ακρ. || <b>αρχ.-μσν.</b> (για πράγματα) [[επιθυμώ]], [[λαχταρώ]] [[κάτι]] («[[μεγάλης]] οὐκ ἐρῶ τυραννίδος», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαπώ]] θερμά (άσχετα από τον έρωτα [[μεταξύ]] τών δύο φύλων) αφοσιώνομαι («δι’ ἀρετὴν φιλεῑσθαι μὲν ὑπo τῶν πολλῶν, ἐρᾱσθαι δὲ ὑπὸ τῶν [[φίλων]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] ερωτευμένος με κάποιον (για σφοδρό έρωτα [[μεταξύ]] δύο φύλων) («οὐκ ἐρᾱ ἀδελφὸς ἀδελφῆς..., οὐδὲ πατὴρ θυγατρός», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (με απαρμφ.) [[επιθυμώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («θανεῑν ἐρᾱ», <b>Σοφ.</b>).<br /><b>4.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ ἐρῶν</i><br />ο [[εραστής]]<br /><b>5.</b> (το αρσ. παθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ ἐρωμένος</i><br />αυτός με τον οποίο έχει [[κάποιος]] ερωτικές σχέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[έραμαι]]].———————— <b>(II)</b><br />ἐρῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[χύνω]] έξω<br /><b>2.</b> [[κάνω]] εμετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[εξερώ]]].———————— <b>(III)</b><br />ἐρῶ, -έω (ΑΜ<br />Α και ιων. και επικ. τ. [[ἐρέω]])<br />χρησιμοποιείται ως [[μέλλων]] τών ρημάτων [[αγορεύω]], [[λέγω]], [[φημί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[είρω]] (II)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM ἐρῶ, -άω, Α ιων. τ. [[ἐρέω]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(συν. το μέσ.) <i>ἐρῶμαι</i><br /><b>1.</b> [[αγαπώ]], [[ερωτεύομαι]] («ἠράσθη τὴν κόρην»)<br /><b>2.</b> (το αρσ. και θηλ. της μτχ. ως ουσ.) α) <i>ο [[ερωμένος]]<br />ο [[αγαπητικός]], ο [[εραστής]]<br />β) <i>η ερωμένη</i><br />(για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες σχέσεις) η αγαπητικιά<br /><b>μσν.</b><br />(και το μέσ.) [[ερώμαι]]<br />[[επιθυμώ]] («ἐν τῷ Εὐφράτη ποταμῷ ἠράσθη κατοικῆσαι», Διγεν. Ακρ. || <b>αρχ.-μσν.</b> (για πράγματα) [[επιθυμώ]], [[λαχταρώ]] [[κάτι]] («[[μεγάλης]] οὐκ ἐρῶ τυραννίδος», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαπώ]] θερμά (άσχετα από τον έρωτα [[μεταξύ]] τών δύο φύλων) αφοσιώνομαι («δι’ ἀρετὴν φιλεῑσθαι μὲν ὑπo τῶν πολλῶν, ἐρᾱσθαι δὲ ὑπὸ τῶν [[φίλων]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] ερωτευμένος με κάποιον (για σφοδρό έρωτα [[μεταξύ]] δύο φύλων) («οὐκ ἐρᾱ ἀδελφὸς ἀδελφῆς..., οὐδὲ πατὴρ θυγατρός», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (με απαρμφ.) [[επιθυμώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («θανεῑν ἐρᾱ», <b>Σοφ.</b>).<br /><b>4.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ ἐρῶν</i><br />ο [[εραστής]]<br /><b>5.</b> (το αρσ. παθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ ἐρωμένος</i><br />αυτός με τον οποίο έχει [[κάποιος]] ερωτικές σχέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[έραμαι]]].<br /><b>(II)</b><br />ἐρῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[χύνω]] έξω<br /><b>2.</b> [[κάνω]] εμετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[εξερώ]]].<br /><b>(III)</b><br />ἐρῶ, -έω (ΑΜ<br />Α και ιων. και επικ. τ. [[ἐρέω]])<br />χρησιμοποιείται ως [[μέλλων]] τών ρημάτων [[αγορεύω]], [[λέγω]], [[φημί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[είρω]] (II)].
}}
}}

Revision as of 12:54, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
(AM ἐρῶ, -άω, Α ιων. τ. ἐρέω)
μσν.- νεοελλ.
(συν. το μέσ.) ἐρῶμαι
1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην»)
2. (το αρσ. και θηλ. της μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος
ο αγαπητικός, ο εραστής
β) η ερωμένη
(για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες σχέσεις) η αγαπητικιά
μσν.
(και το μέσ.) ερώμαι
επιθυμώ («ἐν τῷ Εὐφράτη ποταμῷ ἠράσθη κατοικῆσαι», Διγεν. Ακρ.