ευνομία: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(15)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[εὐνομία]], Α επικ. και ιων. τ. εὐνομίη)<br />[[[εύνομος]] Ι]<br />η ύπαρξη καλών νόμων [[καθώς]] και η πιστή [[εφαρμογή]] τους, η χρηστή [[διοίκηση]], η [[τάξη]], η [[ευταξία]] («ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[προσήλωση]] στην [[τήρηση]] τών θρησκευτικών εντολών και κανόνων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «οἱ ἐπὶ τῆς εὐνομίας» — [[τίτλος]] υπαλλήλων στην [[Κρήτη]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b><br /><i>η Εὐνομία</i><br />[[προσωποποίηση]] της ευνομίας, ως κόρης της Θέμιδος («τὴν τὰ δίκαια ἀγαπῶσαν Εὐνομίαν περὶ πλείστου ποιησαμένους», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τίτλος]] ποιήματος του Τυρταίου<br /><b>4.</b> η [[τήρηση]] τών κανόνων, τών νόμων της τέχνης («[[εὐνομία]] [[μουσική]]», Λόγγ.).———————— <b>(II)</b><br />[[εὐνομία]], ἡ (Α) [[[εύνομος]] II]<br /><b>1.</b> (για πρόβατα) η [[ομαλότητα]], η [[κανονικότητα]] στη [[νομή]], στη [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> (για μέλισσες) η [[επιμέλεια]], η [[τάξη]] στη [[βοσκή]], η καλή [[βοσκή]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[εὐνομία]], Α επικ. και ιων. τ. εὐνομίη)<br />[[[εύνομος]] Ι]<br />η ύπαρξη καλών νόμων [[καθώς]] και η πιστή [[εφαρμογή]] τους, η χρηστή [[διοίκηση]], η [[τάξη]], η [[ευταξία]] («ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[προσήλωση]] στην [[τήρηση]] τών θρησκευτικών εντολών και κανόνων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «οἱ ἐπὶ τῆς εὐνομίας» — [[τίτλος]] υπαλλήλων στην [[Κρήτη]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b><br /><i>η Εὐνομία</i><br />[[προσωποποίηση]] της ευνομίας, ως κόρης της Θέμιδος («τὴν τὰ δίκαια ἀγαπῶσαν Εὐνομίαν περὶ πλείστου ποιησαμένους», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τίτλος]] ποιήματος του Τυρταίου<br /><b>4.</b> η [[τήρηση]] τών κανόνων, τών νόμων της τέχνης («[[εὐνομία]] [[μουσική]]», Λόγγ.).<br /><b>(II)</b><br />[[εὐνομία]], ἡ (Α) [[[εύνομος]] II]<br /><b>1.</b> (για πρόβατα) η [[ομαλότητα]], η [[κανονικότητα]] στη [[νομή]], στη [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> (για μέλισσες) η [[επιμέλεια]], η [[τάξη]] στη [[βοσκή]], η καλή [[βοσκή]].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η (ΑΜ εὐνομία, Α επικ. και ιων. τ. εὐνομίη)
[[[εύνομος]] Ι]
η ύπαρξη καλών νόμων καθώς και η πιστή εφαρμογή τους, η χρηστή διοίκηση, η τάξη, η ευταξία («ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες», Ομ. Οδ.)
μσν.-αρχ.
η προσήλωση στην τήρηση τών θρησκευτικών εντολών και κανόνων
αρχ.
1. φρ. «οἱ ἐπὶ τῆς εὐνομίας» — τίτλος υπαλλήλων στην Κρήτη
2. ως κύριο όν.
η Εὐνομία
προσωποποίηση της ευνομίας, ως κόρης της Θέμιδος («τὴν τὰ δίκαια ἀγαπῶσαν Εὐνομίαν περὶ πλείστου ποιησαμένους», Δημοσθ.)
3. τίτλος ποιήματος του Τυρταίου
4. η τήρηση τών κανόνων, τών νόμων της τέχνης («εὐνομία μουσική», Λόγγ.).
(II)
εὐνομία, ἡ (Α) [[[εύνομος]] II]
1. (για πρόβατα) η ομαλότητα, η κανονικότητα στη νομή, στη βοσκή
2. (για μέλισσες) η επιμέλεια, η τάξη στη βοσκή, η καλή βοσκή.