αἰτητός: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''αἰτητός:''' [adj. verb. к [[αἰτέω]] просимый, требуемый: [[δωρητός]], οὐκ αἰ. Soph. преподнесенный как дар, а не выпрошенный.
|elrutext='''αἰτητός:''' [adj. verb. к [[αἰτέω]] просимый, требуемый: [[δωρητός]], οὐκ αἰ. Soph. преподнесенный как дар, а не выпрошенный.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἰτέω]]<br />asked for, Soph.
}}
}}

Revision as of 11:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτητός Medium diacritics: αἰτητός Low diacritics: αιτητός Capitals: ΑΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: aitētós Transliteration B: aitētos Transliteration C: aititos Beta Code: ai)thto/s

English (LSJ)

όν, verb. Adj.

   A asked for, ἀρχὴν δωρητόν, οὐκ αἰτητόν freely given, not asked for, S.OT384.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτητός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ζητεῖ τις, ἀρχὴν δωρητὸν οὐκ αἰτητόν, δωρεὰν δοθεῖσαν, μὴ αἰτηθεῖσαν, Σοφ. Ο. Τ. 384.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
demandé, souhaité.
Étymologie: αἰτέω.

Spanish (DGE)

-όν
1 solicitado, pedido ἀρχὴν οὐκ αἰτητόν S.OT 384.
2 lóg., subst. τὸ αἰ. postulado ἡ τῶν αἰτητῶν φύσις Gal.Ins.Log.14.11.

Greek Monolingual

αἰτητός, -ή, -όν (Α) αἰτῶ
1. αυτός ο οποίος ζητήθηκε ή τον οποίο ζητεί κανείς
2. «οὐκ αἰτητός», αυτός που παρέχεται, που δίνεται δωρεάν, χωρίς να ζητηθεί.

Greek Monotonic

αἰτητός: -όν, ρημ. επίθ. του αἰτέω, ο ζητούμενος, αυτός που ζητεί κάποιος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

αἰτητός: [adj. verb. к αἰτέω просимый, требуемый: δωρητός, οὐκ αἰ. Soph. преподнесенный как дар, а не выпрошенный.

Middle Liddell

verb. adj. of αἰτέω
asked for, Soph.