ἀγαπητέος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(2)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγαπητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[ἀγαπάω]], αυτός που πρέπει να γίνει [[αγαπητός]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ποθητός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀγαπητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[ἀγαπάω]], αυτός που πρέπει να γίνει [[αγαπητός]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ποθητός]], σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[ἀγαπάω]]<br />to be [[loved]], [[desired]], Plat.
}}
}}

Revision as of 11:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαπητέος Medium diacritics: ἀγαπητέος Low diacritics: αγαπητέος Capitals: ΑΓΑΠΗΤΕΟΣ
Transliteration A: agapētéos Transliteration B: agapēteos Transliteration C: agapiteos Beta Code: a)gaphte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be loved, desired, Pl.R.358a.

German (Pape)

[Seite 9] adj. verb. zu ἀγαπάω, Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαπητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ἄξιος ἀγάπης, ὃν πρέπει νὰ ἀγαπήσῃ τις, Πλάτ. Πολ. 358Α.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. d’ἀγαπάω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser amado δι' αὑτὸ καὶ διὰ τὰ γιγνόμενα ἀπ' αὐτοῦ ἀγαπητέον (lo bueno y bello), Pl.R.358a.

Greek Monotonic

ἀγαπητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἀγαπάω, αυτός που πρέπει να γίνει αγαπητός, σε Ομήρ. Ιλ.· ποθητός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀγαπάω
to be loved, desired, Plat.