εὐαγορέω: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
(4) |
(1ab) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐᾱγορέω:''' εὐαγορία, Δωρ. αντί <i>εὐηγ-</i>. | |lsmtext='''εὐᾱγορέω:''' εὐαγορία, Δωρ. αντί <i>εὐηγ-</i>. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐᾱγορέω, [doric for [[εὐηγορέω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 9 January 2019
English (LSJ)
εὐᾱγορία, Dor. for εὐηγ-.
German (Pape)
[Seite 1055] dor. für εὐηγορέω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
εὐᾱγορέω: εὐαγορία, Δωρ. ἀντὶ εὐηγορέω, εὐηγορία.
English (Slater)
εὐᾱγορέω
1 praise formally ὂς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται (ἐγκωμιασθείς Σ.) (I. 1.51)
Greek Monotonic
εὐᾱγορέω: εὐαγορία, Δωρ. αντί εὐηγ-.
Middle Liddell
εὐᾱγορέω, [doric for εὐηγορέω