προήκης: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(nl)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προήκης -ες [πρό, ἀκή] in een punt uitlopend.
|elnltext=προήκης -ες [πρό, ἀκή] in een punt uitlopend.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προ-ήκης, ες [ἀκή]<br />[[pointed]] in [[front]], Od.
}}
}}

Revision as of 11:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προήκης Medium diacritics: προήκης Low diacritics: προήκης Capitals: ΠΡΟΗΚΗΣ
Transliteration A: proḗkēs Transliteration B: proēkēs Transliteration C: proikis Beta Code: proh/khs

English (LSJ)

ες, (ἀκή A)

   A pointed, ἐρετμά Od.12.205.

German (Pape)

[Seite 723] ες, vorn zugespitzt, ἐρετμά, Od. 12, 205; Andere erkl. es προὔχων, vorragend.

Greek (Liddell-Scott)

προήκης: -ες, (ἀκὴ) ὁ προτεταμένος καὶ προέχων τῆς νεώς, ἐπὶ κώπης, ἐπεὶ οὐκέτ’ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον Ὀδ. Μ. 205.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui s’allonge ou se termine en pointe.
Étymologie: πρό, ἀκή.

English (Autenrieth)

ες (ἀκή): sharp in front, with sharp blades, Od. 12.205†.

Greek Monolingual

-όηκες, Α προήκω
(για κουπί) αυτό που είναι προτεταμένο και προεξέχει του πλοίου.

Greek Monotonic

προήκης: -ες, (ἀκή), αυτός που έχει προβεβλημένη ή προεξέχουσα αιχμή, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

προήκης: заостренный спереди, остроконечный (ἐρετμά Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προήκης -ες [πρό, ἀκή] in een punt uitlopend.

Middle Liddell

προ-ήκης, ες [ἀκή]
pointed in front, Od.