τῆθος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τῆθος:''' εος τό устрица Hom., Arst.
|elrutext='''τῆθος:''' εος τό устрица Hom., Arst.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=![[τῆθος]], ος, εος, τό,<br />an [[oyster]], τήθεα διφῶν [[diving]] for oysters, Il.
}}
}}

Revision as of 11:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῆθος Medium diacritics: τῆθος Low diacritics: τήθος Capitals: ΤΗΘΟΣ
Transliteration A: tē̂thos Transliteration B: tēthos Transliteration C: tithos Beta Code: th=qos

English (LSJ)

εος, τό,

   A = τήθυον; sg. τῆθος is used by Ath. in citing Arist. Fr.304; pl. τήθη Nic.Al.396, Poll.6.47: for τήθεα v. τήθυον. (τῆθος was perh. a back-formation (originally Ion.) from τήθεα, τηθέων, which were forms of τήθυον, q.v.)

German (Pape)

[Seite 1105] εος, τό, die Auster; τήθεα διφῶν, Il. 16, 147; vgl. Ath. III, 88.

Greek (Liddell-Scott)

τῆθος: -εος, τό, ἅπαξ παρ’ Ὁμ., τήθεα διφῶν, ἐρευνῶν, ζητῶν τήθεα, Ἰλ. Π. 747, - ἔνθα κοινῶς ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ὄστρεα, πρβλ. τήθυον, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 152.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
huître.
Étymologie: DELG pas d’étym.

English (Autenrieth)

εος: oyster, pl. Il. 16.747†.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το μαλάκιο τηθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο στον τ. πληθ. τήθεα, ο οποίος αντιστοιχεί σε εν. τῆθος και τήθεον. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η άποψη ότι οι τ. τήθεα και τήθεον έχουν σχηματιστεί με υστερογενή εξέλιξη από τον τ. τήθυον, ο οποίος, κατά την άποψη αυτή, έχει προέλθει από τ. θή-θυον (με ανομοίωση του πρώτου δασέος συμφώνου), σύνθ. από τους τ. θῆσαι «θηλάζω» + θύον (πρβλ. θύλακος, βλ. και γήθυον / γηθυλλίς). Ωστόσο, η άποψη αυτή προσκρούει στην αρχαιότητα του ομηρ. τ. τήθεα, ο οποίος πρέπει να θεωρηθεί αρχικός. Από την οικογένεια αυτή, τέλος, έχει προέλθει πιθ. ως υποχωρητικός σχηματισμός η ονομ. της θεότητας Τηθύς.

Greek Monotonic

τῆθος: -εος, τό, στρείδι, τήθεα διφῶν, καταδύομαι για στρείδια, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τῆθος: εος τό устрица Hom., Arst.

Middle Liddell

!τῆθος, ος, εος, τό,
an oyster, τήθεα διφῶν diving for oysters, Il.