σπειροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(38)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν<br /><b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένο [[γένος]] βραχιονοπόδων που ανήκει στην [[ομάδα]] τών σπειριφεροειδών και έζησε από το [[σιλούριο]] ώς το πέρμιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο αντιδάνειο συνθ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>spirifer</i> <span style="color: red;"><</span> <i>spir</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[σπείρα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>fer</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>fero</i> «[[φέρω]]»)].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που φορεί σπεῑρον, [[ένδυμα]] με [[παράσταση]] της Αρτέμιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπεῖρον]] «[[είδος]] υφάσματος» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν<br /><b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένο [[γένος]] βραχιονοπόδων που ανήκει στην [[ομάδα]] τών σπειριφεροειδών και έζησε από το [[σιλούριο]] ώς το πέρμιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο αντιδάνειο συνθ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>spirifer</i> <span style="color: red;"><</span> <i>spir</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[σπείρα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>fer</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>fero</i> «[[φέρω]]»)].<br /> <b>(II)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που φορεί σπεῑρον, [[ένδυμα]] με [[παράσταση]] της Αρτέμιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπεῖρον]] «[[είδος]] υφάσματος» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
}}

Revision as of 11:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπειροφόρος Medium diacritics: σπειροφόρος Low diacritics: σπειροφόρος Capitals: ΣΠΕΙΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: speirophóros Transliteration B: speirophoros Transliteration C: speiroforos Beta Code: speirofo/ros

English (LSJ)

ὁ,

   A bearer of a σπεῖρον, i.e. garment of image of Artemis, Jahresh. 18 Beibl. 287 (Ephesus).

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος βραχιονοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών σπειριφεροειδών και έζησε από το σιλούριο ώς το πέρμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. spirifer < spir- (< σπείρα) + -fer (< λατ. fero «φέρω»)].
(II)
-ον, Α
αυτός που φορεί σπεῑρον, ένδυμα με παράσταση της Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος» + -φόρος (< φέρω)].