στηρικτικός: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(38)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στηρικτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στηρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[στήριξη]], αυτός που χρησιμεύει για [[στήριξη]] («στηρικτικά όργανα»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σαφής]], [[καταφανής]] («Ἀναστασίου μοναχοῡ... διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις», Αναστ. Σιν.)<br /><b>αρχ.</b><br />(σχετικά με τις πλανητικές φάσεις) [[ακίνητος]], [[στάσιμος]] («περὶ τῶν στηρικτικών φαντασιῶν», Πρόκλ.).———————— -ή, -ό, Ν<br /><b>φρ.</b> «[[στηρικτικός]] [[ιστός]]»<br /><b>βοτ.</b> [[μόνιμος]] [[σύνθετος]] [[ιστός]] τών [[φυτών]] που αποτελείται από δύο τύπους, το [[κολλέγχυμα]] και το [[σκληρέγχυμα]].
|mltxt=-ή, -ό / [[στηρικτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στηρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[στήριξη]], αυτός που χρησιμεύει για [[στήριξη]] («στηρικτικά όργανα»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σαφής]], [[καταφανής]] («Ἀναστασίου μοναχοῡ... διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις», Αναστ. Σιν.)<br /><b>αρχ.</b><br />(σχετικά με τις πλανητικές φάσεις) [[ακίνητος]], [[στάσιμος]] («περὶ τῶν στηρικτικών φαντασιῶν», Πρόκλ.).<br /> -ή, -ό, Ν<br /><b>φρ.</b> «[[στηρικτικός]] [[ιστός]]»<br /><b>βοτ.</b> [[μόνιμος]] [[σύνθετος]] [[ιστός]] τών [[φυτών]] που αποτελείται από δύο τύπους, το [[κολλέγχυμα]] και το [[σκληρέγχυμα]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηρικτικός Medium diacritics: στηρικτικός Low diacritics: στηρικτικός Capitals: ΣΤΗΡΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stēriktikós Transliteration B: stēriktikos Transliteration C: stiriktikos Beta Code: sthriktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A stationary, of planetary phases, Procl.Hyp.5.87.

Greek (Liddell-Scott)

στηρικτικός: -ή, -όν, ὁ σταθερῶς ἐμπεπηγμένος, ἀκίνητος, Πρόκλ.· ― ὡσαύτως στηρικτός, ή, όν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 73, Ἰσίδ. 4. 26.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στηρικτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στηρίζω
νεοελλ.
κατάλληλος για στήριξη, αυτός που χρησιμεύει για στήριξη («στηρικτικά όργανα»)
μσν.
σαφής, καταφανής («Ἀναστασίου μοναχοῡ... διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις», Αναστ. Σιν.)
αρχ.
(σχετικά με τις πλανητικές φάσεις) ακίνητος, στάσιμος («περὶ τῶν στηρικτικών φαντασιῶν», Πρόκλ.).
-ή, -ό, Ν
φρ. «στηρικτικός ιστός»
βοτ. μόνιμος σύνθετος ιστός τών φυτών που αποτελείται από δύο τύπους, το κολλέγχυμα και το σκληρέγχυμα.