σταθμώ: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(38)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω και ιων. τ. -έω, Α [[στάθμη]]<br /><b>1.</b> [[μετρώ]] με τον κανόνα, [[εκτιμώ]] με [[μέτρηση]] («σταθμᾱτο... [[ἄλσος]] πατρί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσδιορίζω]] το [[βάρος]] ενός πράγματος, [[ζυγίζω]] («σταθμήσας... τὸ [[ὕδωρ]] κουφότερον πάντων [[εὗρον]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> (το μέσ.) <i>σταθμῶμαι</i><br />α) [[βρίσκω]] με υπολογισμό την [[αξία]] ενός πράγματος ή [[καταλήγω]] σε κάποιο [[συμπέρασμα]] για [[κάτι]] (α. «αὐτὸ τὸ [[σῶμα]] ἔκρινε σταθμώμενον ταῑς χάρισι», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «εἰ χρή σι κἀμὲ μὴ συναλλάξαντα πω... σταθμᾱσθαι, τὸν βοτῆρ' ὁρᾱν δοκῶ», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[βεβαιώνω]], [[πιστοποιώ]] [[κάτι]] ως [[μέτρο]] για [[χρήση]]<br />γ) [[αποδίδω]] [[βαρύτητα]], [[σημασία]] σε [[κάτι]].———————— <b>(II)</b><br />-όω, Α [[στάθμη]]<br />(το μέσ.) <i>σταθμοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[καταλήγω]] σε [[εκτίμηση]], [[εξάγω]] [[συμπέρασμα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω και ιων. τ. -έω, Α [[στάθμη]]<br /><b>1.</b> [[μετρώ]] με τον κανόνα, [[εκτιμώ]] με [[μέτρηση]] («σταθμᾱτο... [[ἄλσος]] πατρί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσδιορίζω]] το [[βάρος]] ενός πράγματος, [[ζυγίζω]] («σταθμήσας... τὸ [[ὕδωρ]] κουφότερον πάντων [[εὗρον]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> (το μέσ.) <i>σταθμῶμαι</i><br />α) [[βρίσκω]] με υπολογισμό την [[αξία]] ενός πράγματος ή [[καταλήγω]] σε κάποιο [[συμπέρασμα]] για [[κάτι]] (α. «αὐτὸ τὸ [[σῶμα]] ἔκρινε σταθμώμενον ταῑς χάρισι», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «εἰ χρή σι κἀμὲ μὴ συναλλάξαντα πω... σταθμᾱσθαι, τὸν βοτῆρ' ὁρᾱν δοκῶ», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[βεβαιώνω]], [[πιστοποιώ]] [[κάτι]] ως [[μέτρο]] για [[χρήση]]<br />γ) [[αποδίδω]] [[βαρύτητα]], [[σημασία]] σε [[κάτι]].<br /> <b>(II)</b><br />-όω, Α [[στάθμη]]<br />(το μέσ.) <i>σταθμοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[καταλήγω]] σε [[εκτίμηση]], [[εξάγω]] [[συμπέρασμα]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-άω και ιων. τ. -έω, Α στάθμη
1. μετρώ με τον κανόνα, εκτιμώ με μέτρηση («σταθμᾱτο... ἄλσος πατρί», Πίνδ.)
2. προσδιορίζω το βάρος ενός πράγματος, ζυγίζω («σταθμήσας... τὸ ὕδωρ κουφότερον πάντων εὗρον», Αθήν.)
3. (το μέσ.) σταθμῶμαι
α) βρίσκω με υπολογισμό την αξία ενός πράγματος ή καταλήγω σε κάποιο συμπέρασμα για κάτι (α. «αὐτὸ τὸ σῶμα ἔκρινε σταθμώμενον ταῑς χάρισι», Λουκιαν.
β. «εἰ χρή σι κἀμὲ μὴ συναλλάξαντα πω... σταθμᾱσθαι, τὸν βοτῆρ' ὁρᾱν δοκῶ», Σοφ.)
β) βεβαιώνω, πιστοποιώ κάτι ως μέτρο για χρήση
γ) αποδίδω βαρύτητα, σημασία σε κάτι.
(II)
-όω, Α στάθμη
(το μέσ.) σταθμοῡμαι, -όομαι
καταλήγω σε εκτίμηση, εξάγω συμπέρασμα.