μετατρέπω: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(3)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μετατρέπω:''' <b class="num">1)</b> поворачивать назад (μοῖραν Pind.): [[μετὰ]] δ᾽ ἐτράπετο Hom. назад обернулся (Ахилл); μετατραπεὶς ἀπεφῄνατο Plut. обернувшись, он сказал;<br /><b class="num">2)</b> med. обращать внимание, придавать значение: τῶν [[οὔτι]] μετατρέπῃ οὐδ᾽ ἀλεγίζεις Hom. на это ты никакого внимания не обращаешь.
|elrutext='''μετατρέπω:'''<br /><b class="num">1)</b> поворачивать назад (μοῖραν Pind.): [[μετὰ]] δ᾽ ἐτράπετο Hom. назад обернулся (Ахилл); μετατραπεὶς ἀπεφῄνατο Plut. обернувшись, он сказал;<br /><b class="num">2)</b> med. обращать внимание, придавать значение: τῶν [[οὔτι]] μετατρέπῃ οὐδ᾽ ἀλεγίζεις Hom. на это ты никакого внимания не обращаешь.
}}
}}

Revision as of 12:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετατρέπω Medium diacritics: μετατρέπω Low diacritics: μετατρέπω Capitals: ΜΕΤΑΤΡΕΠΩ
Transliteration A: metatrépō Transliteration B: metatrepō Transliteration C: metatrepo Beta Code: metatre/pw

English (LSJ)

Aeol. πεδατρέπω Alc.Supp.28.10:—

   A overthrow, l.c.    2 turn back or away, μοῖραν -τρᾰπεῖν (aor. 2 inf.) Pi.Fr.177; μετὰ δ' ὑμέας ἔτραπεν αἶσα A.R.3.261; οὐ μετέτρεψέ σε πρωτότοκος ἀποπνέων LXX4 Ma.15.18.    3 change, νόημα AP9.114 (Parmen.):—Pass., ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος -τραπήτω v.l. in Ep.Jac.4.9; μετατραπεὶς τῇ διανοίᾳ Aristeas99 (μετατραπείς seems to be corrupt in Plu.2.154e).    II Med., turn oneself round, turn round, θάμβησεν δ' Ἀχιλεύς, μετὰ δ' ἐτράπετ' Il.1.199, etc.    2 Med. with aor. 2 Pass. μετετράπην, look back to, care for, show regard for, c. gen., Τρώων, τῶν οὔ τι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις 1.160, cf.12.238; σχέτλιος, οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος 9.630: c. acc., οὐ μετετράπη τὸν λογισμόν LXX 4 Ma.7.12.—Not in Prose before Aristeas.

German (Pape)

[Seite 155] umwenden, umkehren, Sp. – Häufiger im pass., sich umwenden, umkehren, μετὰ δ' ἐτράπετο Il. 1, 199, μετατραπείς Plut. Sept. sap. conv. 11. – Gew. übertr., sich an Etwas kehren, c. gen., τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις, Il. 1, 160. 12, 238, φιλότητος ἑταίρων, 9, 630; Ap. Rh. 4, 358.

Greek (Liddell-Scott)

μετατρέπω: μέλλ. -ψω, τρέπω ὀπίσωμακράν, μοῖραν Πινδ. Ἀποσπ. 164· μετὰ δ’ ὑμέας ἔτραπεν αἶσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 261. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, στρέφομαι, ὀπίσω, «γυρίζω», θάμβησεν δ’ Ἀχιλεύς, μετὰ δ’ ἐτράπετ’ Ἰλ. Α. 199, κτλ. 2) βλέπω πρὸς τὰ ὀπίσω, φροντίζω περί τινος, Τρώων, τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ’ ἀλεγίζεις Α. 160, πρβλ. Μ. 238· σχέτλιος οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος Ι. 630 (623)· πρβλ. ἐντρέπω ΙΙ. 2, ἐπιστρέφω ΙΙ. 3, μεταστρέφω ΙΙ. 2. - Τὸ σύνθετον τοῦτο φαίνεται ὅτι δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.

English (Slater)

μετατρέπω
   1 change πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 177a.

Greek Monolingual

(ΑΜ μετατρέπω, Μ μέσ. τ. μετατέρπομαι, Α αιολ. τ. πεδατρέπω)
1. αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ (α. «μετέτρεψα το αρχικό σχέδιο του σπιτιού» β. «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω», ΚΔ)
2. τρέπω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταστρέφω («μοῑραν μετατραπεῑν», Πίνδ.)
νεοελλ.-μσν.
(το μέσ.) μετατρέπομαι
αλλάζω προς το χειρότερο
μσν.
1. μτφ. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, ιδέες ή πίστη
2. αλλάζω γνώμη, μετανιώνω
3. φρ. «μετατρέπομαι πρὸς ὕπνον» — κοιμάμαι
4. (σχετικά με εξουσία ή κατοχή) ανατρέπω, καταλύω
5. (το μέσ.) στρέφομαι σε κάτι άλλο
αρχ.
(το μέσ.) α) στρέφομαι, γυρίζω προς τα πίσω («θάμβησεν δ' Αχιλλεύς, μετά δ' ἐτράπετ'»
Ομ. Ιλ.)
β) φροντίζω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + τρέπω
ο τ. μετατέρπομαι με αναγραμματισμό].

Russian (Dvoretsky)

μετατρέπω:
1) поворачивать назад (μοῖραν Pind.): μετὰ δ᾽ ἐτράπετο Hom. назад обернулся (Ахилл); μετατραπεὶς ἀπεφῄνατο Plut. обернувшись, он сказал;
2) med. обращать внимание, придавать значение: τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ᾽ ἀλεγίζεις Hom. на это ты никакого внимания не обращаешь.