κυνοπρόσωπος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
(3) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κῠνοπρόσωπος:''' с собачьей мордой Luc., Sext. | |elrutext='''κῠνοπρόσωπος:''' с собачьей мордой Luc., Sext. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κῠνο-[[πρόσωπος]], ον [[πρόσωπον]]<br />dog-faced, Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A dog-faced, Luc.DMar.7.2, VH1.16, S.E.P.3.219; of men, like κυνοκέφαλος, Ael.NA10.25.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον κυνός, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 7. 2, π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς τὸ κυνοκέφαλος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à figure de chien.
Étymologie: κύων, πρόσωπον.
Spanish
Greek Monolingual
κυνοπρόσωπος, -ον (Α)
1. αυτός που μοιάζει με σκύλο, σκυλομούρης
2. κυνοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + πρόσωπον.
Greek Monotonic
κῠνοπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει πρόσωπο σκύλου, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνοπρόσωπος -ον [κύων, πρόσωπον] met een hondenkop.
Russian (Dvoretsky)
κῠνοπρόσωπος: с собачьей мордой Luc., Sext.