μεῖστος: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεῖστος:''' -η, -ον, υπερθ. του [[μείων]], ο απολύτως [[μικρότερος]], λιγότερος, σε Βίωνα. | |lsmtext='''μεῖστος:''' -η, -ον, υπερθ. του [[μείων]], ο απολύτως [[μικρότερος]], λιγότερος, σε Βίωνα. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μεῖστος]], η, ον [Sup. of [[μείων]]<br />[[most]], [[Bion]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 9 January 2019
English (LSJ)
η, ον, Sup. of μείων,
A least, Hsch., EM676.14, Eust.134.45, Sch.Ar.Pl.627: neut. as Adv., μεῖστον at least, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., V B.C.). (From μέy-ιστος.)
German (Pape)
[Seite 117] p. superl. zu μείων, Bion. 5, 10; Hesych. erkl. μεῖστον durch ἐλάχιστον.
Greek (Liddell-Scott)
μεῖστος: -η, -ον, ὑπερθετ. τοῦ μείων, ἐλάχιστος Βίων 5. 10.
French (Bailly abrégé)
v. μικρός.
Greek Monolingual
μεῑστος, -η, -ον (ΑM)
1. ελάχιστος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῑστον
τουλάχιστον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός του μείων (πρβλ. πλείστος)].
Greek Monotonic
μεῖστος: -η, -ον, υπερθ. του μείων, ο απολύτως μικρότερος, λιγότερος, σε Βίωνα.