συμπόσιον: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
m (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)") |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συμπόσιον -ου, τό [συμπίνω] drinkpartij, banket, symposium. uitbr. groep van gasten (voor het eten en drinken):. ἀνακλῖναι πάντας συμπόσια om alle mensen (die voor het maal gekomen waren) in groepen te laten gaan zitten NT Marc. 6.39. eetzaal. Luc. 79.4.1. | |elnltext=συμπόσιον -ου, τό [συμπίνω] drinkpartij, banket, symposium. uitbr. groep van gasten (voor het eten en drinken):. ἀνακλῖναι πάντας συμπόσια om alle mensen (die voor het maal gekomen waren) in groepen te laten gaan zitten NT Marc. 6.39. eetzaal. Luc. 79.4.1. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[συμπόσιον]], ου, τό, [[συμπίνω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[drinking]]-[[party]], symposium, Theogn., Hdt., etc.<br /><b class="num">II.</b> the [[room]] in [[which]] [[such]] parties were given, [[drinking]]-[[room]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 9 January 2019
English (LSJ)
τό,
A drinking-party, symposium, Thgn. 298,496, Phoc.11, Alc.Supp.23.3, Pi.N.9.48, al., Hdt.2.78, X.Cyr.8.8.10, etc.; σ. κατασκευάσαι, φίλοις παρασχεῖν, συνάγειν, Pl.R.363c, Plu.2.198b, Ath.5.186c, etc.; παιδαγωγεῖν Pl.Lg.641b.--Pl., X., and Plu. wrote dialogues under this name. II the party itself, the guests, LXX 3 Ma.5.36, Plu.2.157d, 704d; ἀνακλιθῆναι . . συμπόσια συμπόσια in groups, Ev.Marc.6.39. III the room in which such parties were given, τοῦ σ. στέγη Callix.2, cf. BGU1793.11 (i B.C.); σαίρειν τὸ σ. Luc.D Deor.24.1, etc.
German (Pape)
[Seite 989] τό, das Mit- od. Zusammentrinken, Trinkgelage, Schmaus; Theogn.; Pind. N. 9, 48 Ol. 7, 5 I. 5, 1; Ar. Vesp. 1005 Pax 754; Plat. Prot. 347 c u. öfter, u. Folgde. – Auch Speisezimmer, Speisesaal, Luc. de merc. cond. 27.
Greek (Liddell-Scott)
συμπόσιον: τό, (συμπίνω) ὡς καὶ νῦν, συμπόσιον, εὐωχία, συνδιασκέδασις, «φαγοπότι», Θέογν. 298, 496, Φωκυλ. 11, Ἡρόδ. 2. 78, Πίνδ., κλπ.· σ. κατασκευάζειν, παρασχεῖν τινι, συνάγειν Πλάτ. Πολ. 363C, Πλούτ., κλπ.· ― κυρίως ἐγίνετο μετὰ τὸ δεῖπνον, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1142· πρβλ. συμποτικός. Περὶ τῶν Ἀθηναϊκῶν συμποσίων, ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. ― Ὁ Πλάτ., ὁ Ξεν. καὶ ὁ Πλούτ. ἔγραψαν διαλόγους φέροντας τὸ ὄνομα τοῦτο. ΙΙ. οἱ ἀποτελοῦντες τὸ συμπόσιον, οἱ συμπόται, Πλούτ. 2. 157D, 704D. ΙΙΙ. ἡ αἴθουσα ἐν ᾗ τὰ συμπόσια ἐγίνοντο, τοῦ σ. στέγη Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196Β· σαίρειν τὸ συμπόσιον Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24, 1, κτλ.· ― ἐν Ξενοφ. Κύρ. 8. 8, 10, ἡ σημασία εἶναι ἀμφίβ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 banquet, festin;
2 collect. les convives;
3 salle de festin.
Étymologie: συμπίνω.
English (Slater)
συμπόσιον
1 drinking party, drinking companions συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν (O. 7.5) ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον (N. 9.48) θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν (I. 6.1)
English (Strong)
neuter of a derivative of the alternate of συμπίνω; a drinking-party ("symposium"), i.e. (by extension) a room of guests: company.
English (Thayer)
συμποσίου, τό (συμπίνω), a drinking-party, entertainment (Latin convivium); by metonymy, the party itself, the guests (Plutarch, mor., p. 157a.; 704d.); plural rows of guests: συμπόσια συμπόσια, Hebraistically for κατά συμπόσια, in parties, by companies (Buttmann, 30 (27); § 129a. 3; Winer s Grammar, 229 (214); 464 (432)); see πρασιά), Mark 6:39.
Greek Monotonic
συμπόσιον: τό (συμπίνω),·
I. ομαδική διασκέδαση, φαγοπότι, συμπόσιο, ευτυχία, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
II. αίθουσα στην οποία γίνονταν συμπόσια, αίθουσα συμποσίου, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συμπόσιον: τό
1) попойка, пиршество, пир Pind., Her., Xen., Plat. etc.;
2) собир. участники пирушки, пирующие Plut.;
3) пиршественный зал, столовая Luc.;
4) группа сотрапезников: ἀνακλιθῆναι συμπόσια συμπόσια NT усесться по группам.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπόσιον -ου, τό [συμπίνω] drinkpartij, banket, symposium. uitbr. groep van gasten (voor het eten en drinken):. ἀνακλῖναι πάντας συμπόσια om alle mensen (die voor het maal gekomen waren) in groepen te laten gaan zitten NT Marc. 6.39. eetzaal. Luc. 79.4.1.
Middle Liddell
συμπόσιον, ου, τό, συμπίνω
I. a drinking-party, symposium, Theogn., Hdt., etc.
II. the room in which such parties were given, drinking-room, Luc.