ὑλωρός: Difference between revisions
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑλωρός:''' ὁ смотритель лесных участков, лесничий Arst. | |elrutext='''ὑλωρός:''' ὁ смотритель лесных участков, лесничий Arst. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὑλωρός]], οῦ, ὁ, [[οὖρος]] = [[ἀγρονόμος]]<br />a [[forester]], Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ, (οὖρος (B))
A = ἀγρονόμος, forester, ranger, Arist.Pol.1321b30: cf. ὑληωρός.
German (Pape)
[Seite 1177] = ὑληωρός, Forstaufseher, Arist. pol. 6, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλωρός: ὁ, (οὗρος) = ἀγρονόμος, ὁ τοῦ δάσους φύλαξ, ἄρχων τις ἐπιτετραμμένος τὴν φυλακὴν τῶν δασῶν τοῦ δημοσίου, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 6, πρβλ. ὑληωρός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
conservateur des forêts de l’État.
Étymologie: ὕλη, ὤρα.
Greek Monolingual
ο / ὑλωρός, ΝΑ, και ὑληωρός και ὑληώρης Α
(παλ. λόγιος όρος) ο φύλακας του δάσους, δασοφύλακας
αρχ.
άρχοντας στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη τών δασών («καλοῡσι δὲ τοὺς ἄρχοντας τούτους, οἱ μὲν ἀγρονόμους, οἱ δὲ ὑλωρούς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -ωρός (βλ. λ. ορώ), πρβλ. θυρ-ωρός].
Greek Monotonic
ὑλωρός: ὁ (οὖρος), = ἀγρονόμος, δασοφύλακας, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὑλωρός: ὁ смотритель лесных участков, лесничий Arst.