Ἁλικαρνασσόθεν: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(2)
(1a)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἁλικαρνασσόθεν:''' <i>επίρρ</i>., από την Αλικαρνασσό, σε Λουκ.
|lsmtext='''Ἁλικαρνασσόθεν:''' <i>επίρρ</i>., από την Αλικαρνασσό, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=from [[Halicarnassus]], Luc.
}}
}}

Revision as of 13:30, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

adv.
d’Halicarnasse.
Étymologie: Ἁλικαρνασσός, -θεν.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): Ἁλικαρνασόθεν Luc.Dom.20
adv. desde Halicarnaso Luc.Dom.20, St.Byz.s.u. Ἁλικαρνασσός.

Greek Monotonic

Ἁλικαρνασσόθεν: επίρρ., από την Αλικαρνασσό, σε Λουκ.

Middle Liddell

from Halicarnassus, Luc.