πέλεκκον: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πέλεκκον -ου, τό of πέλεκκος -ου, ὁ [πέλεκυς] steel van een bijl.
|elnltext=πέλεκκον -ου, τό of πέλεκκος -ου, ὁ [πέλεκυς] steel van een bijl.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πέλεκκον]], ου, τό, [[πέλεκυς]]<br />an axe-[[handle]], Il.
}}
}}

Revision as of 14:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλεκκον Medium diacritics: πέλεκκον Low diacritics: πέλεκκον Capitals: ΠΕΛΕΚΚΟΝ
Transliteration A: pélekkon Transliteration B: pelekkon Transliteration C: pelekkon Beta Code: pe/lekkon

English (LSJ)

τό, or πέλεκκος, ὁ, (πέλεκυς)

   A axe-handle, Il.13.612, cf. Poll. 10.146, Hsch.

German (Pape)

[Seite 550] τό, Griff oder Stiel der Art, Il. 13, 612.

Greek (Liddell-Scott)

πέλεκκον: τό, ἢ πέλεκκος, ὁ, (πέλεκυς) λαβὴ πελέκεως, κοινῶς «στειλιάρι», Ἰλ. Ν. 612, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 146. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλεκκος˙ στελεός, ὅ ἐστι ξύλον εἰς τὴν ὀπὴν τῶν πελέκεων βαλλόμενον».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
manche de hache.
Étymologie: πέλεκυς.

Greek Monolingual

τὸ, και πέλεκκος, ὁ, Α
η λαβή του πελέκεως, το στειλιάρι («εἵλετο... ἀξίνην... ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκῳ μακρῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεκ-F-ον < πέλεκυς (πρβλ. λάκκος < λάκFος)].

Greek Monotonic

πέλεκκον: τό ή πέλεκκος, ὁ (πέλεκυς), τσεκούρι, λαβή τσεκουριού, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πέλεκκον: τό рукоять топора, топорище Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέλεκκον -ου, τό of πέλεκκος -ου, ὁ [πέλεκυς] steel van een bijl.

Middle Liddell

πέλεκκον, ου, τό, πέλεκυς
an axe-handle, Il.