κακόκνημος: Difference between revisions
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
(nl) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κακόκνημος -ον, Dor. κακόκναμος [κακός, κνήμη] met spillebenen. | |elnltext=κακόκνημος -ον, Dor. κακόκναμος [κακός, κνήμη] met spillebenen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κνήμη]]<br />[[weak]]-legged, [[thin]]-legged, Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 9 January 2019
English (LSJ)
Dor. κᾰκό-κνᾱμος, ον, (κνήμη)
A weak-legged, thin-legged, Theoc.4.63, Call.Fr.472.
German (Pape)
[Seite 1300] mit schlechten Waden; Callim. in B. A. 1188; Schol. Ar. Av. 1569; in der Form κακόκναμος, vom Pan, Theocr. 4, 63.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκόκνημος: Δωρ. -κνᾱμος, ον, (κνήμη) ἔχων ἀσθενεῖς, λεπτὰς κνήμας, Θεόκρ. 2. 63, Καλλ. ἐν Α. Β. 1188, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux vilaines jambes.
Étymologie: κακός, κνήμη.
Greek Monolingual
κακόκνημος, δωρ. τ. κακόκναμος, -ον (Α)
αυτός που έχει αδύνατες, ισχνές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + κνήμη.
Greek Monotonic
κᾰκόκνημος: Δωρ. -κνᾱμος, -ον (κνήμη), αυτός που έχει αδύναμες κνήμες, που έχει λεπτές κνήμες, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόκνημος: дор. κακόκνᾱμος 2 с некрасивыми икрами, тонконогий (Πάν Theocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόκνημος -ον, Dor. κακόκναμος [κακός, κνήμη] met spillebenen.