ἄσμενος: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(1) |
(1a) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">well-pleased, glad</b> (Il.).<br />Derivatives: <b class="b3">ἀσμενίζω</b> <b class="b2">receive with joy, be content</b> (Plb.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Isolated part. of unknown origin. As sigmatic aorist from <b class="b3">*Ϝάδ-σ-μενος</b> zu <b class="b3">ἁνδάνω</b>, <b class="b3">ἥδομαι</b> Schwyzer 749 A. 3; however the form has lenis, s. McKenzie ClassQuart. 20, 193f. - Wackernagel Verm. Beiträge 6: to <b class="b3">νέομαι</b> from <b class="b2">*n̥s-s-menos</b>, positing an original meaning [[saved]], for which s. DELG; cf. Bechtel Lex. vW. connects <b class="b3">ἀσπάζομαι</b> (<b class="b3">*ασπ-μενος</b>), which is tempting, but the meaning remains difficult. | |etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">well-pleased, glad</b> (Il.).<br />Derivatives: <b class="b3">ἀσμενίζω</b> <b class="b2">receive with joy, be content</b> (Plb.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Isolated part. of unknown origin. As sigmatic aorist from <b class="b3">*Ϝάδ-σ-μενος</b> zu <b class="b3">ἁνδάνω</b>, <b class="b3">ἥδομαι</b> Schwyzer 749 A. 3; however the form has lenis, s. McKenzie ClassQuart. 20, 193f. - Wackernagel Verm. Beiträge 6: to <b class="b3">νέομαι</b> from <b class="b2">*n̥s-s-menos</b>, positing an original meaning [[saved]], for which s. DELG; cf. Bechtel Lex. vW. connects <b class="b3">ἀσπάζομαι</b> (<b class="b3">*ασπ-μενος</b>), which is tempting, but the meaning remains difficult. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἥδομαι]], the perf. [[part]]. of [[which]] would be ἡσμένος]<br />well-[[pleased]], [[glad]], [[always]] with a Verb, φύγεν [[ἄσμενος]] he escaped [[gladly]] or he was [[glad]] to [[have]] escaped, Hom., etc.; ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένωι εἴη [[glad]] would it make me! Il.; ἀσμένωι δέ σοι νὺξ ἀποκρύψει [[φάος]] [[glad]] wilt thou be [[when]] [[night]] shuts out the [[light]], Aesch.: —adv. [[ἀσμένως]], [[gladly]], [[readily]], Aesch., Eur.: Sup. [[ἀσμεναίτατα]], -έστατα, Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 9 January 2019
English (LSJ)
η, ον,
A well-pleased, glad, always with a Verb, φύγεν ἄ. ἐκ θανάτοιο he was glad to have escaped death, Il.20.350, cf. Od. 9.63, Pi.O.13.74: freq. in Trag. and Att., ἄσμενος δὲ τἂν . . κάμψειεν γόνυ A.Pr.398; ἐκ θαλάσσης ἀσμένους πεφευγότας E.Hel.398; ἄ. αἱρεθείς Th.6.12; ἐκάθευδον ἄ. ἥκων ἐξ ἀγροῦ Lys.1.13; ἀσμένας εἰς τὸν λειμῶνα ἀπιούσας Pl.R.614e: freq. in dat., ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη glad would it make me ! Il.14.108; ἀσμένῳ δέ σοι . . νὺξ ἀποκρύψει φάος glad wilt thou be when night shuts out the light, A.Pr.23; ὥς σφι ἀσμένοισι ἡμέρα ἐπέλαμψε Hdt.8.14; ἀσμένῃ δέ μοι . . ἦλθε S.Tr.18; ὡς ἀσμένοισιν ἦλθες Ar.Pax582, cf. Pl.Cra.418c, etc. Adv. ἀσμένως gladly, readily, A.Pr.728, D.18.36, Alex.142, Timocl.14 (this Adv., which is common in later Greek, Act.Ap.21.17, etc., has sts. been substituted for the Adj., as in Th.4.21 (v. l.)): Sup. ἀσμεναίτατα (v.l. -έστατα) Pl.R.329c; -έστατα ib.616a (though the Adj. makes -ώτερος, -ώτατος, Hp.Art.8, cf. Phryn.PSp.18B.). (Not to be connected with ἁνδάνω, since there is no ancient authority for rough breathing ἁσμ-.)
German (Pape)
[Seite 372] gern, freudig, froh; ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη Iliad. 14, 108, mir wird es lieb sein; φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο 20, 350, ist froh, dem Tode entronnen zu sein; ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ, ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο, φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους Od. 9, 63. 566. 10, 134; ἀσμένῃ δ' ἐμοὶ ἦλθε Soph. Tr. 18; vgl. Aesch. Pr. 23; ὥς σφι ἀσμένοισι ἡμέρη ἐπέλαμψε Her. 8, 14; ἀσμένοις τοῖς ἀνθρώποις τὸ φῶς ἐγίγνετο Plat. Crat. 418 c; Thuc. 6. 12, u. oft in Prosa, ἄσμενος ὁρᾶν u. ähnl., wie Pind. εὗρεν Ol. 13, 71. – Compar., B. A. p. 12 ἀσμενώτερος καὶ ἀσμεναίτατα λέγε; letzteres Plat. Rep. I, 329 c; ἀσμενέστατα X, 616 a, wie Cic. Att. 13, 22. – Adv. ἀσμένως, willig, mit Freuden, Plat u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
joyeux, content ; φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο IL il fut heureux d’échapper à la mort ; ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη IL cela me serait agréable ; ἀσμένῃ δε μοι ἦλθε SOPH il est venu à ma grande joie.
Étymologie: p. *σϜάδμενος, de la R. ΣϜαδ se réjouir, > ἡδομαι, ἁνδάνω.
English (Autenrieth)
(root σϝαδ, ἁνδάνω): glad; ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη, 'twould ‘please me’ well, Il. 14.108.
English (Slater)
ἄσμενος
1 glad ἐπιχώριον μάντιν ἄσμενος εὗρεν (O. 13.74)
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Alolema(s): ἅ- en Pl.
• Morfología: [sup. ἁσμενέστατα Pl.R.329c, ἀσμεναίτατα Cic.Att.329.1]
1 siempre como pred. contento, de buen grado c. verb. de mov. φύγεν ἄ. ἐκ θανάτοιο Il.20.350, cf. Od.9.63, ἔφευγον ἄσμενοι τὴν ἵππον Hdt.9.52, τοὺς δ' ἐκ θαλάσσης ἀσμένους πεφευγότας E.Hel.398, οὐχ ἅσμενος εἶσιν αὐτόσε; Pl.Phd.68b, ὁ ... Σοφοκλῆς ἄ. ἔφη τὰ ἀφροδίσια ... ἀποπεφευγέναι Plu.2.788e
•ἄσμενον μολεῖν γέφυραν A.Pers.736, ἄσμενοι ἐφοίτων παρὰ τὸν Δηιόκεα Hdt.1.96, ὡς ἦλθες ἡμῖν ἀσμένοις φιλτάτη Ar.Pax 582, cf. Ach.267, κ(ατα)βέβηκεν ἄσμ(εν)ος Timocl.14.2, ἁσμένας (sc. ψυχάς) εἰς τὸν λιμένα ἀπιούσας Pl.R.614e, cf. 620d
•c. verb. de acción ἄ. δὲ τἂν ... κάμψειεν γόνυ A.Pr.395, (καταλλαγάς) ἀν ἐκεῖνος ποιήσαιτ' ἄ. D.1.4, αἱ πόλεις ... γελῶσιν ἄσμεναι Ar.Pax 540, φυτὰ προσγελάσεται ... ἄσμενα Ar.Pax 600, ἐκάθευδον ἄ. Lys.1.13, ἀνθρώπους ... ἀσμένους ἀπὸ ναυμαχίας ... οὐ δοκεῖν ἂν ... ὑπακοῦσαι Th.7.73, cf. Is.9.24, οἱ δὲ περὶ τὸν Μακκαβαῖον ἄσμενοι περιεκάθισαν τὸ φρούριον LXX 2Ma.10.33
•c. verb. de percepción ἄσμενός σ' ἰδὼν πρὸς ἀσμένας πέπτωκα σὰς παρηίδας E.Io 1438, ἀσμένη ... ἤκουσε X.Smp.9.3, ἄσμενον ὄμμα τίταινεν Nonn.D.39.256
•c. verb. del tipo ‘encontrar’, ‘recibir’ μάντιν ἄ. εὗρεν Pi.O.13.74, cf. Pl.Grg.486d, ὑποδεξάμενον ἄσμενον τοὺς λόγους τὸν Πανιώνιον Hdt.8.106, εἴ τέ τις ἄρχειν ἄ. αἱρεθεὶς παραινεῖ Th.6.12, πρόφασιν εἴληφ' ἄ. Men.Asp.394, cf. 433, ἄ. ἄν σε προσεδεξάμην Plu.2.777b
•c. verb. de devenir οὐκ ἂν ἐλεύθεροι γένοιντ' ἄσμενοι D.2.8, Πέρσαι ... ἄσμενοι ἐλευθεροῦντο Hdt.1.127
•en constr. en dat. y gener. c. verb. cop. ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη me sería grato, Il.14.108, ἀσμένῳ δέ σοι con agrado tuyo A.Pr.23, ἀσμένῃ δέ μοι S.Tr.18, σφι ἀσμένοισι Hdt.8.14, ἦν αὐτοῖς ὁ πλοῦς ἀσμένοις X.Eph.1.12, ἀσμένῳ οἱ ἐγένετο ἡ ἐπιδημία τοῦ ἀνδρός Philostr.VS 521
•sup. ἀσμενωτάτη apreciadísima ποίη (βουσίν) Hp.Art.8 (p.216)
•neutr. plu. sup. c. valor adverb. ἁσμενέστατα muy gustosamente ἁ. ... αὐτὸ (e.d. τἀφροδίσια) ἀπέφυγον Pl.R.329c, cf. 616a, ἀσμεναίτατα Cic.l.c.
2 adv. -ως gustosamente, gozosamente (αἱ Ἀμαζόναι) σ' ὁδηγήσουσι καὶ μάλ' ἀ. A.Pr.728, ἀ. ἐπὶ τὰς διαλλαγὰς ... ὥρμησαν Isoc.4.94, ἀ. ὑποδέχεσθαι X.Mem.3.11.10, ἀ. ἠκούσαμεν Alex.142, οὐκ ἀ. ἔμαρψεν ἐρράου σκύλος Lyc.1316, φαγὼν ἀ. Vit.Fr.Pap. en POxy.1798.44.4.7, μάλιστα ἀ. cordialmente Philostr.VA 3.27, cf. Plu.2.82e.
• Etimología: Part. rel. por algunos c. la raíz *su̯ād- de ἥδομαι q.u., de donde *Ϝαδ-σ-μενος, aunque no hay restos de Ϝ. Tb. rel. c. νέο-μαι, de donde *n̥s-s-menos. Otros rel. c. mic. a-se-so-si de *seHu̯2-/*sHu̯2- en ἄση, ἅδην q.u.
Greek Monolingual
ἄσμενος, -η, -ον (Α)
1.1. πάρα πολύ ευχαριστημένος, περιχαρής
2. (με επιρρ. σημ.)
ευχαρίστως, με μεγάλη χαρά
II. επίρρ. ἀσμένως
ευχαρίστως, με πολλή χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φέρει το ινδοευρ. επίθημα -meno-, το οποίο χαρακτηρίζει στην Ελληνική τις μετοχές μέσης φωνής, πράγμα που οδήγησε στην υπόθεση ότι επρόκειτο αρχικά για μετοχή, αβέβαιης όμως προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. άσμενος προέρχεται από τ. Fάδ-σ-μενος (μετοχή αθεμάτου σιγματικού αορίστου, η οποία εξηγεί και το -σ του τ.) και ότι συνδέεται με τα ανδάνω, ήδομαι, με τα οποία έχει στενή σημασιολογική συγγένεια. Όμως η υπόθεση αυτή προσκρούει στο γεγονός ότι δεν έχει μαρτυρηθεί το αρχικό F, καθώς και στην έλλειψη δασύτητας στον τ. (εκτός αν θεωρηθεί επικός ή ιωνικός, ο οποίος έχει υποστεί ψίλωση). Κατ' άλλους όμως ο τ. άσμενος συνδέεται με το ρ. νέομαι «έρχομαι, επανέρχομαι, επιστρέφω» και προέρχεται από ņs-s-menos με πρωταρχική σημασία «αυτός που έχει σωθεί, ο ασφαλής». Υποστηρίχτηκε τέλος ότι η λ. ανάγεται στη ρίζα as- «παχαίνω», η οποία κατά μία υπόθεση αποτελεί και τη ρίζα του τ. άση].
Greek Monotonic
ἄσμενος: -η, -ον (ἥδομαι, μτχ. παρακ. ἡσμένος)· πολύ ευχαριστημένος, χαρούμενος, πάντα με ρήμα, φύγενἄσμενος, διέφυγε ευχάριστα ή ήταν χαρούμενος που είχε διαφύγει, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη, πόσο χαρούμενο θα με έκανε! σε Ομήρ. Ιλ.· ἀσμένῳ δέσοι νὺξ ἀποκρύψει φάος, θα χαρείς όταν η νύχτα αποκρύψει το φως, σε Αισχύλ.· επίρρ., ἀσμένως, μετά χαράς, ευχάριστα, πρόθυμα, στον ίδ., Ευρ.· υπερθ., ἀσμεναίτατα, -έστατα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσμενος: радостный, довольный Pind., Aesch., Soph., Arph., Plat., Plut.: φύγεν ἄ. ἐκ θανάτοιο Hom. он рад, что спасся от смерти; ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη Hom. мне было бы приятно; ἀσμένοισι ἡμέρα ἐπέλαμψε Her. они обрадовались, когда рассвело; ἄρχειν ἄ. αἱρεθείς Thuc. счастливый тем, что его избрали командующим; ἐκάθευδον ἄ. Lys. я сладко уснул.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: well-pleased, glad (Il.).
Derivatives: ἀσμενίζω receive with joy, be content (Plb.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Isolated part. of unknown origin. As sigmatic aorist from *Ϝάδ-σ-μενος zu ἁνδάνω, ἥδομαι Schwyzer 749 A. 3; however the form has lenis, s. McKenzie ClassQuart. 20, 193f. - Wackernagel Verm. Beiträge 6: to νέομαι from *n̥s-s-menos, positing an original meaning saved, for which s. DELG; cf. Bechtel Lex. vW. connects ἀσπάζομαι (*ασπ-μενος), which is tempting, but the meaning remains difficult.
Middle Liddell
ἥδομαι, the perf. part. of which would be ἡσμένος]
well-pleased, glad, always with a Verb, φύγεν ἄσμενος he escaped gladly or he was glad to have escaped, Hom., etc.; ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένωι εἴη glad would it make me! Il.; ἀσμένωι δέ σοι νὺξ ἀποκρύψει φάος glad wilt thou be when night shuts out the light, Aesch.: —adv. ἀσμένως, gladly, readily, Aesch., Eur.: Sup. ἀσμεναίτατα, -έστατα, Plat.